-
1 ασυγγραφος
2без расписки
См. также в других словарях:
σύγγραφος — (I) και βοιωτ. τ. σούγγραφος και δωρ. τ. σύγγροφος, ἡ, Α συγγραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού συγγραφή, κατά τα θηλ. σε ος]. (II) ον, Α αυτός που έχει συμφωνηθεί εγγράφως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γράφος*] … Dictionary of Greek
συγγράφω — σύγγραφος inscribed list fem nom/voc/acc dual σύγγραφος inscribed list fem gen sg (doric aeolic) συγγράφω write pres subj act 1st sg συγγράφω write pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύγγραφε — σύγγραφος inscribed list fem voc sg συγγράφω write pres imperat act 2nd sg συγγράφω write imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
ασύγγραφος — ἀσύγγραφος, ον (Α) [σύγγραφος] χωρίς συγγραφή ή γραπτή συμφωνία … Dictionary of Greek
σύγγροφος — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. συγγραφος … Dictionary of Greek
υποσύγγραφος — ὁ, Α αυτός που συμπράττει σε έννομη σχέση, που συνυπογράφει μια συμφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σύγγραφος (< συγγραφή «συμβόλαιο»)] … Dictionary of Greek
συγγράφων — σύγγραφα inscribed list neut gen pl σύγγραφος inscribed list fem gen pl συγγράφω write pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)