-
1 σημαντος
-
2 ασημαντος
I2[σημάντωρ] оставшийся без пастуха, беспризорный(μῆλα Hom.)
II2[σημαίνω]1) не меченный(βοῦς Her.)
ἀ. τινος Plat. — лишенный какого-л. признака;τὰ σεσημασμένα καὴ τὰ ἀσήμαντα Plat. — вещи, как опечатанные, так и неопечатанные2) ничего не обозначающий, лишенный значения(φωνή Plut.; λέξις Diog.L.)
-
3 σημαινω
дор. σᾱμαίνω (fut. σημᾰνῶ - эп.-ион. σημᾰνέω, aor. ἐσήμηνα - эп. σήμηνα, дор. ἐσήμᾱνα; pf. σεσήμαγκα; pass.: fut. σημανθήσομαι, aor. ἐσημάνθην, pf. σεσήμασμαι - inf. σεσημάνθαι, part. pf. σεσημασμένος; adj. verb. σημαντός, σημαντέος)1) обозначать, отмечать(τέρματα Hom.)
σεμαίνεσθαι τοὺς εὐρωστοτάτους Polyb. — отбирать себе самых крепких здоровьем2) показывать, указывать(τινά τινι Her.; φωνέ σημαίνουσα ὅ τι χρέ ποιεῖν Xen.)
3) обнаруживать, выявлять(τι περί τινος Plat.)
τἄλλα δ΄ αὐτὸ σημανεῖ Eur. — остальное само собою обнаружится;σ. τὸ πολεμικόν Xen. — давать сигнал к атаке4) подавать сигнал, сигнализировать(καπνῷ Aesch.)
φῶς σημαίνει τινί Aesch. — подается световой сигнал кому-л.;ὡς ἐσήμηνε impers. Her. — когда был подан сигнал5) давать знамение(τινὴ ἐν τοῖς ἱεροῖς Xen.)
ἐπὴ τοῖς μέλλουσι γενήσεσθαι σημῆναι Thuc. — служить предзнаменованием того, что предстоит6) обнаруживаться, следовать7) указывать, приказывать, предписывать, велеть(τινὴ ποιεῖν τι Her., Xen., Trag.)
μέ σημήναντός σου Plat. — без твоего приказания;σ. στρατοῦ Hom. — командовать войском;σ. ἐπὴ δμωῇσι γυναιξίν Hom. — распоряжаться служанками;ὅ δὲ σημαίνων ἐπέτελλεν Hom. — он давал руководящие указания8) сообщать, докладывать, объявлять(πάντα τινί Soph.)
σ. τινὴ τὰ καταλαβόντα Her. — докладывать кому-л. о происшедшем;ὥσπερ ἐσήμηνα Her. — как я упомянул (выше)9) обозначать, значитьτὰ σημαίνοντα (sc. ὀνόματα) Plat. — знаменательные слова;τὸ σημαινόμενον Arst. — значение, смысл10) преимущ. med. запечатыватьγράψας καὴ σημηνάμενος Xen. — написав и запечатав, т.е. в запечатанном письме;
τά τε σεσημασμένα καὴ τὰ ἀσήμαντα Plat. — как опечатанные, так и неопечатанные вещи11) med. заключать (на основании признаков), догадыватьсяτὰ μὲν σημαίνομαι, τὰ δ΄ ἐκπέπληγμαι Soph. — по одним признакам я догадываюсь, другими же я смущен
См. также в других словарях:
σημαντός — marked masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημαντός — ή, όν, Α [σημαίνω] φρ. «σημαντὸς τροχαῑος» (μετρ.) τροχαίος που αποτελείται από οκτάσημη θέση και τετράσημη άρση … Dictionary of Greek
σημαντόν — σημαντός marked masc acc sg σημαντός marked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημαντοί — σημαντός marked masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετεροσήμαντος — ἑτεροσήμαντος, ον (Μ) αυτός που έχει άλλη, διαφορετική σημασία. επίρρ... ἑτεροσημάντως με ἄλλη σημασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + σημαντος (< σημαίνω), πρβλ. α σήμαντος, πολυ σήμαντος] … Dictionary of Greek
ευσήμαντος — εὐσήμαντος, ον (Α) 1. αυτός που διακρίνεται ή παρατηρείται εύκολα 2. αυτός που υποδεικνύεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σημαντός (< σημαίνω), πρβλ. α σήμαντος, μονο σήμαντος] … Dictionary of Greek
θεοσήμαντος — θεοσήμαντος, ον (Μ) αυτός που φανερώνει, που σημαίνει τη θεία θέληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σήμαντος (< σημαίνω), πρβλ. α σήμαντος, ετερο σήμαντος] … Dictionary of Greek
μονοσήμαντος — η, ο (ΑΜ μονοσήμαντος, ον) (για λέξεις) αυτή που έχει μία μόνο σημασία, μονόσημη νεοελλ. (για παράσταση μαθηματικών συμβόλων) αυτή που παριστάνει ένα μόνο σύμβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σημαντος (< σημαίνω), πρβλ. πολυ σήμαντος] … Dictionary of Greek
πολυσήμαντος — η, ο / πολυσήμαντος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές σημασίες, που δηλώνει πολλά («πολυσήμαντη λέξη») νεοελλ. αυτός που έχει μεγάλη σημασία, βαρυσήμαντος αρχ. φρ. «Περί πολυσήμαντων λέξεων» τίτλος έργου τού Αιγυπτίου συγγραφέα Ώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ταυτοσήμαντος — η, ο / ταὐτοσήμαντος, ον, ΝΜΑ ταυτόσημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο) * + σήμαντος (< σημαίνω), πρβλ. πολυ σήμαντος] … Dictionary of Greek
χρυσοσήμαντος — ον, Μ αυτός που έχει χρυσή σφραγίδα, χρυσόβουλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + σήμαντος (< σημαίνω), πρβλ. πολυ σήμαντος] … Dictionary of Greek