-
1 συμπαθεια
(πᾰ) ἥ1) общность чувств, симпатия, сочувствие Arst., Polyb.2) филос. (у стоиков) духовная склонность, взаимное тяготение(τῆς διανοίας Plut.)
-
2 συμπάθεια
η1) симпатия, расположение, влечение;προκαλώ συμπάθεια — вызывать симпатию;
τρέφω συμπάθεια προς... — питать симпатию к...;
αίσθάνομαι ( — или νοιώθω) συμπάθεια γιά... — чувствовать симпатию к...;
2) благожелательность, расположение; благоволение (уст.);τό βιβλίο του έγινε δεκτό με πολλή συμπάθεια απ' τούς κριτικούς — критики отнеслись к его книге очень благожелательно;
3) сочувствие, сострадание;4) симпатия (разг шутл. — о человеке);αυτή η ξανθούλα είναι η συμπάθειά μου — эта блондинка — моя симпатия
-
3 συμπάθεια
[симпатиа] ουσ. Θ. симпатия, сочувствий, сострадательность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συμπάθεια
-
4 συμπάθεια
[симпатиа] ουσ θ симпатия, сочувствий, сострадательность. -
5 ασυμπαθεια
-
6 εκφράζω
μετ.1) высказывать, выражать;εκφράζω εικασία (γνώμη) — высказывать предположение (мнение);
φρονήματα ( — или ιδέες) — выражать мысли;εκφράζω συμπάθεια — выражать сочувствие;
εκφράζω εμπιστοσύνη — выражать доверие;
2) выражать, обнаруживать, проявлять;εκφράζω χαρά (δυσαρέσκεια) — выражать радость (недовольство);
την αγάπη μου — проявлять свою любовь;εκφράζομαι — высказываться, выражать свои мысли;
εκφράζομαι με ακρίβεια και συντομία — выражаться точно и кратко;
εκφράζομαι κατά τίνος — высказываться против кого-чего-л.
-
7 επαναστρέφω
(παθ. αόρ. επανεστράφην) 1. μετ. вновь направлять, поворачивать (против кого-чего-л.);2. αμετ. 1) возвращаться; επανέστρεψεν εκ τού ταξιδιού он возвратился из поездки; 2) течь вспять (о реке);επαναστρέφομαι — вновь вернуться, вновь возвращаться;
η συμπάθεια τού λάου επανεστράφη προς τα αριστερά κόμματα народ вновь отдал предпочтение левым партиям -
8 κερδίζω
1. μετ.1) выигрывать;κερδίζω τό παιχνίδι — выигрывать игру;
κερδίζω τη μάχη (τό στοίχημα) — выигрывать битву (спор);
κερδίζω στίς εκλογές — побеждать на выборах;
2) получать, иметь прибыль;3) зарабатывать, получать; 4) перен. завоевать, снискать;κερδίζω τη συμπάθεια — завоёвывать симпатию;
2. αμετ. выигрывать (в чьих-л. глазах);κερδίζει από κοντά — вблизи он выигрывает, он кажется лучше вблизи;
§ κερδίζω καιρό ( — или χρόνο) — выигрывать время;
κερδίζω έδαφος — а) обрести почву под ногами; — б) распространяться, увеличивать своё влияние (о доктрине, гипотезе)
См. также в других словарях:
συμπαθεία — συμπαθείᾱ , συμπάθεια fellow feeling fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαθείᾳ — συμπαθείᾱͅ , συμπάθεια fellow feeling fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπάθεια — fellow feeling fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπάθεια — η, ΝΜΑ και ποιητ. τ. συμπαθία και ιων. τ. συμπαθίη Α [συμπαθής] 1. η συμμετοχή στον ψυχικό πόνο, στη λύπη που κάποιος άλλος νιώθει, το να συμπάσχει κανείς, συμπόνια (α. «απέσπασε τη συμπάθεια όλων λόγω τής τελευταίας του ταλαιπωρίας» β. «παῑδας,… … Dictionary of Greek
συμπάθεια — η 1. οίκτος: Η τραγική κατάσταση των προσφύγων προκάλεσε τη συμπάθεια όλων. 2. ψυχική έλξη, ενδιαφέρον: Δεν κρύβει τη συμπάθειά της προς αυτόν. 3. κατανόηση, φιλική διάθεση: Ζήτησε από τους κριτικούς να δουν με συμπάθεια το έργο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπαθείας — συμπαθείᾱς , συμπάθεια fellow feeling fem acc pl συμπαθείᾱς , συμπάθεια fellow feeling fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμπάθεια — συμπάθεια , συμπάθεια fellow feeling fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαθείαι — συμπαθείᾱͅ , συμπάθεια fellow feeling fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαθειῶν — συμπάθεια fellow feeling fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαθείαις — συμπάθεια fellow feeling fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαθείης — συμπάθεια fellow feeling fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)