-
1 εὐ-συγ-χώρητος
εὐ-συγ-χώρητος, Erkl. von ἐπίεικτον, Schol. Il. 8, 32.
-
2 ἀ-συγ-χώρητος
ἀ-συγ-χώρητος, nicht gestattet, D. Sic. 1, 78; unverzeihlich; auch akt., nicht gestattend, ungnädig, Sp.
-
3 ἀσυγχώρητος
ἀ-συγ-χώρητος, nicht gestattet; unverzeihlich; auch act., nicht gestattend, ungnädig
См. также в других словарях:
θεοχώρητος — θεοχώρητος, ον (AM) αυτός που περιέχει, που περιλαμβάνει τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + χώρητος (< χωρώ + χώρος), πρβλ. α δια χώρητος, α συγ χώρητος] … Dictionary of Greek