-
1 ασυγκομιστος
См. также в других словарях:
συγκομιστός — brought together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιστός — ή, όν, Α [συγκομίζω] 1. αυτός που έχει συγκομιστεί και συγκεντρωθεί σε έναν τόπο 2. φρ. α) «συγκομιστὰ διαιτήματα» τροφή ανάμικτη β) «συγκομιστὰ δείπνα» δείπνα που γίνονταν μετά από έρανο γ) «ἄρτος συγκομιστός» άρτος αυτόπυρος*, ψωμί… … Dictionary of Greek
ξυγκομιστός — συγκομιστός , συγκομιστός brought together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιστόν — συγκομιστός brought together masc acc sg συγκομιστός brought together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιστοῖσι — συγκομιστός brought together masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιστοί — συγκομιστός brought together masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιστούς — συγκομιστός brought together masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιστῆς — συγκομιστός brought together fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιστά — συγκομιστά̱ , συγκομιστής gatherer masc nom/voc/acc dual συγκομιστής gatherer masc voc sg συγκομιστής gatherer masc nom sg (epic) συγκομιστός brought together neut nom/voc/acc pl συγκομιστά̱ , συγκομιστός brought together fem nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκομιστῶν — συγκομιστής gatherer masc gen pl συγκομιστός brought together fem gen pl συγκομιστός brought together masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγκομιστοί — συγκομιστοί , συγκομιστός brought together masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)