-
1 ασυγκεραστος
См. также в других словарях:
συγκεραστός — ή, ό / συγκεραστός, ή, όν, ΝΜΑ [συγκεράννυμι] ανάμικτος νεοελλ. μσν. αυτός τού οποίου η σφοδρότητα μετριάστηκε ύστερα από ανάμιξη με κάτι άλλο μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ συγκεραστόν αναμεμιγμένο ποτό … Dictionary of Greek