Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀ-συγκέραστος

См. также в других словарях:

  • συγκεραστός — ή, ό / συγκεραστός, ή, όν, ΝΜΑ [συγκεράννυμι] ανάμικτος νεοελλ. μσν. αυτός τού οποίου η σφοδρότητα μετριάστηκε ύστερα από ανάμιξη με κάτι άλλο μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ συγκεραστόν αναμεμιγμένο ποτό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»