-
1 ἀ-στεμφής
ἀ-στεμφής, ές (στέμβω), 1) unerschütterlich, unwandelbar, fest, ἀστεμφέα βουλήν Iliad. 2, 344; σκῆπτρον δ' οὔτ'ὀπίσω οὔτε προπρηνὲς ἐνώμα, ἀλλ' ἀστεμφὲς ἒχεσκεν 3, 219; ἀστεμφέως ἔχειν, festhalten, nicht loslassen, Od. 4, 419. 459. So auch Sp. D., τελαμών Theocr. 13, 37; βίη Ap. Rh. 4, 1375; δόμος Orph. Arg. 665; vgl. Opp. H. 4, 613. Dah. grausam, hart, ποδάγρη Leon. Tar. 12 (VI, 296); δεσμός Opp. H. 2, 84. – 2) ungekeltert, von Trauben?
-
2 αστεμφης
-
3 ἀστεμφής
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀστεμφής
-
4 ἀστεμφής
См. также в других словарях:
στέμβω — ΜΑ κινώ εδώ και εκεί, ανακινώ μσν. κακομεταχειρίζομαι, υβρίζω, χλευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στέ μ βω, όπως και οι τ. ἀ στε μ φής «στέρεος, αμετακίνητος», στέ μ φυλο* «πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη σταφυλιών ή ελιών» και στό μ φος* / στό… … Dictionary of Greek