-
1 παχυ-σκελής
παχυ-σκελής, ές, dickschenkelig, dickbeinig, poet. bei Plut. non posse 21 u. Sp.
-
2 περι-σκελής
περι-σκελής, ές, ringsum sehr dürr, hart, spröde; τὸν ἐγκρατέστατον σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ ϑραυσϑέντα καὶ ῥαγέντα πλεῖστ' ἂν εἰςίδοις, Soph. Ant. 471; καύματα, Ath., Theophr. – Uebtr. sehr hartnäckig, eigensinnig, φρένες, Soph. Ai. 635, wo Lob. zu vgl.; unbarmherzig, περισκελῶς φέρειν, aegre ferre, Menand.
-
3 περι-σκελής [2]
περι-σκελής, ές, um die Schenkel, bis an die Schenkel gehend, τὰ περισκελῆ, Beinkleider, Suid. u. a. Sp., wie Plut. – Bei Ath. XI, 476 e wird κέρας ἔκπ ωμα ἀργυροῦν καὶ περισκελὲς πρόςεστι für ein Untergestell erklärt; vgl. Böckh Staatshaush. II p. 320.
-
4 πολυ-σκελής
πολυ-σκελής, ές, vielschenkelig, Clem. Al. strom. 5, 8, 53.
-
5 τρι-σκελής
τρι-σκελής, ές, dreischenkelig, dreifüßig; τράπεζαι Cratin. bei Ath. II, 49; Theocr. ep. 4, 3.
-
6 τραγο-σκελής
τραγο-σκελής, ές, bocksschenkelig, -füßig; Pan, Her. 2, 46; Luc. D. D. 22, 2.
-
7 ταχυ-σκελής
ταχυ-σκελής, ές, mit schnellen Schenkeln, Sp.
-
8 τετρα-σκελής
τετρα-σκελής, ές, vierschenklig, vierfüßig; οἰωνός, Aesch. Prom. 395; Eur. Phoen. 642, u. öfter.
-
9 φοινῑκο-σκελής
φοινῑκο-σκελής, ές, mit purpurrothen Schenkeln, Füßen, Eur. Ion 1207 φοινικοσκελεῖς χηλὰς παρεῖσα.
-
10 χαλκο-σκελης
χαλκο-σκελης, ές, mit ehernen Schenkeln, βοῦς Soph. frg. 320.
-
11 βραχυ-σκελής
βραχυ-σκελής, ές, mit kurzen Beinen, Arist. part. anim. 4, 12.
-
12 βραδυ-σκελής
βραδυ-σκελής, ές, langsam, schwerfüßig, Hephästus, Philip. 13 (VI, 101).
-
13 κακο-σκελής
κακο-σκελής, ές, mit schlechten, dünnen, schwachen Beinen, ἵπποι Xen. Mem. 3, 3, 4; Poll. 2, 193.
-
14 εὖ-σκελής
-
15 μικρο-σκελής
μικρο-σκελής, ές, kleinschenkelig, kleinfüßig, Arist. part. an. 4, 8.
-
16 μακρο-σκελής
μακρο-σκελής, ές, langschenkelig, langfüßig; Aesch. frg. 62; Arist. H. A. 2, 12, im comp. 9, 30.
-
17 δι-σκελής
δι-σκελής, ές, = δίκωλος, Sp.
-
18 μονο-σκελής
μονο-σκελής, ές, einschenkelig, Sp.
-
19 λεπτο-σκελής
λεπτο-σκελής, ές, dünnschenklig, mit dünnen Beinen, Arist. part. anim. 4, 8, compar., H. A. 2, 14.
-
20 αἰγο-σκελής
αἰγο-σκελής, ές, mit Ziegenfüßen.
См. также в других словарях:
ευσκελής — εὐσκελής, ές (ΑΜ) ευκίνητος, δραστήριος. επίρρ... εὐσκελῶς (Μ) δυνατά, ρωμαλέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής, ισο σκελής] … Dictionary of Greek
ιμαντοσκελής — ἱμαντοσκελής, ές (Μ) ιμαντόπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο σκελής, τετρα σκελής] … Dictionary of Greek
ιπποσκελής — ἱπποσκελής, ές (Α) αυτός που έχει σκέλη ίππου («ἄνθρωπος ἱπποσκελής» άνθρωπος με σκέλη ίππου, Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο σκελής, ισχνο σκελής] … Dictionary of Greek
ισοσκελής — ές (ΑΜ ἰσοσκελής, ές) αυτός που έχει ίσα τα δύο του σκέλη, τα δύο αντίστοιχα μέρη του («ισοσκελές τρίγωνο» το τρίγωνο που έχει τις δύο πλευρές ίσες) 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσοσκελές η ιδιότητα τού ισοσκελούς νεοελλ. φρ. «ἱσοσκελής προϋπολογισμός»… … Dictionary of Greek
ισχνοσκελής — ἰσχνοσκελής, ές (Α) αυτός που έχει λεπτά σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο σκελής, μακρο σκελής] … Dictionary of Greek
κακοσκελής — κακοσκελής, ές (Α) αυτός που έχει αδύνατα και άσχημα πόδια («κακοσκελὴς ἵππος», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής, ταχυ σκελής] … Dictionary of Greek
λεπτοσκελής — λεπτοσκελής, ές (Α) αυτός που έχει λεπτά, ισχνά σκέλη («πολύποδες μᾱλλον καὶ λεπτοσκελέστεραι τῶν χερσαίων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής, ισο σκελής] … Dictionary of Greek
μακροσκελής — ές (AM μακροσκελής, ές) αυτός που έχει μακριά σκέλη, μακριά πόδια νεοελλ. 1. (για προφορικό ή γραπτό λόγο) αυτός που αποτελείται από μακρές περιόδους, μακροπερίοδος 2. εκτεταμένος, πολύ διεξοδικός («μακροσκελές άρθρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * +… … Dictionary of Greek
περισκελής — (I) ές, ΜΑ 1. (για τον σίδηρο) πολύ σκληρός, τραχύς («τὸν ἐγκρατέστατον σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ θραυσθέντα», Σοφ.) 2. μτφ. πολύ επίμονος, ισχυρογνώμων, σκληροτράχηλος («περισκελεῑς φρένες», Σοφ.) 3. (για φάρμακο) δριμύς, δραστικός,… … Dictionary of Greek
σαπροσκελής — ές, Μ αυτός που έχει σαπρά, σάπια σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής, κακο σκελής] … Dictionary of Greek
φοινικοσκελής — ές, Α αυτός που έχει κόκκινα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής, κακο σκελής] … Dictionary of Greek