-
1 περι-σκελής
περι-σκελής, ές, ringsum sehr dürr, hart, spröde; τὸν ἐγκρατέστατον σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ ϑραυσϑέντα καὶ ῥαγέντα πλεῖστ' ἂν εἰςίδοις, Soph. Ant. 471; καύματα, Ath., Theophr. – Uebtr. sehr hartnäckig, eigensinnig, φρένες, Soph. Ai. 635, wo Lob. zu vgl.; unbarmherzig, περισκελῶς φέρειν, aegre ferre, Menand.
-
2 περι-σκελής [2]
περι-σκελής, ές, um die Schenkel, bis an die Schenkel gehend, τὰ περισκελῆ, Beinkleider, Suid. u. a. Sp., wie Plut. – Bei Ath. XI, 476 e wird κέρας ἔκπ ωμα ἀργυροῦν καὶ περισκελὲς πρόςεστι für ein Untergestell erklärt; vgl. Böckh Staatshaush. II p. 320.
-
3 περισκελής
περι-σκελής, ές, ringsum sehr dürr, hart, spröde. Übtr. sehr hartnäckig, eigensinnig; unbarmherzig; περισκελῶς φέρειν, aegre ferre--------------------------------περι-σκελής, ές, um die Schenkel, bis an die Schenkel gehend; τὰ περισκελῆ, Beinkleider
См. также в других словарях:
περισκελής — (I) ές, ΜΑ 1. (για τον σίδηρο) πολύ σκληρός, τραχύς («τὸν ἐγκρατέστατον σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ θραυσθέντα», Σοφ.) 2. μτφ. πολύ επίμονος, ισχυρογνώμων, σκληροτράχηλος («περισκελεῑς φρένες», Σοφ.) 3. (για φάρμακο) δριμύς, δραστικός,… … Dictionary of Greek
(s)kel-3 — (s)kel 3 English meaning: to dry out Deutsche Übersetzung: “austrocknen, dörren” Material: Gk. σκέλλω “trockne from, desiccate “ (trans., Fut. σκελῶ, Aor. ἔσκηλα; intr. Aor. ἔσκλην, perf. ἔσκληκα), σκελετός “ausgetrocknet”, m.… … Proto-Indo-European etymological dictionary
υπερσκελής — ές, Α αυτός που έχει δυσανάλογα μεγάλο το ένα σκέλος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. περι σκελής] … Dictionary of Greek
περιρρηδής — ές, Α 1. αυτός που πέφτει, που ανατρέπεται απότομα γύρω σε κάτι ή πάνω σε κάτι 2. αυτός που πέφτει με ορμή μπροστά με το πρόσωπο 3. επικλινής, κατηφορικός και από τις δύο πλευρές του 4. ύπτιος, υπτιασμένος 5. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν)… … Dictionary of Greek