-
1 πρωτο-σέληνος
πρωτο-σέληνος, zuerst im Monde oder Monare, ἡμέρα, der erste Tag im Monate, Eust. 1454, 37.
-
2 προ-σέληνος
προ-σέληνος, vor dem Monde, älter als der Mond; so nannten sich die Arkader (Plut. qu. Rom. 76), die eher als der Mond dagewesen zu sein glaubten, vgl. An. Rh. 4, 264; Schol. Ar. Nubb. 398 u. VLL. – Andere brachten das Wort mit dem oben erwähnten προςελέω zusammen u. erkl. ὑβριστικοί. Neuere, wie Döderlein, wollen es »die vor den Hellenen im Peloponnes gewesenen« erklären.
-
3 παν-σέληνος
παν-σέληνος, vollmondlich; ἡ πανσέληνος, sc. ὥρα, die Zeit des Vollmondes, Ar. Ach. 84; Her. 2, 47. 6, 106. 120; Andoc. 1, 38 u. A.; ἡ πανσέληνος, der Vollmond, Aesch. Spt. 371; Soph. O. R. 1090; Plat. Epin. 990 b; κύκλος, Eur. Ion 1155; σελήνη, D. C. 40, 25; νύξ, Vollmondsnacht, Arist. H. A. 10, 38 u. Sp. Auch χρυσίς, ganz rund, Hermipp. b. Ath. XI, 502 e.
-
4 πληρο-σέληνος
πληρο-σέληνος, vollmondig, Eust.; τὸ πλ., Vollmond, Man. 2, 490.
-
5 τρι-σέληνος
τρι-σέληνος, von drei Monden, Nächten; Beiwort des Herakles, Pallad. 133 (IX, 441); νύξ, Ep. ad. 288 ( Plan. 102); – πλάτος τρισ., Breite von drei Monden, Plut. fac. orb. lun. 6 M.
-
6 εὐ-σέληνος
εὐ-σέληνος, mondhell, Hesych. εὐφεγγής.
-
7 βεκκε-σέληνος
βεκκε-σέληνος (nach Schol. Ar. Nubb. 397 auf die von Her. 2, 2 erzählte Sage gehend, daß βέκκος in der ältesten Sprache u. bei den Phrygern das Brot bedeutet, u. daß die Arkader προσέληνοι heißen; also) uralt, altfränkisch, einfältig; Ar. a. a. O.; Plut. plac. phil. 1, 7 λῆρος. Die Erkl. mondsüchtig scheint falsch.
-
8 ἀ-σέληνος
-
9 ἀφρο-σέληνος
ἀφρο-σέληνος, ὁ, der sonst σεληνίτης genannte Stein, Fraueneis.
-
10 ἐπι-σέληνος
ἐπι-σέληνος, mondförmig, ἐπισέληνα, mondförmige Kuchen, πόπανα μηνοειδῆ Hesych.; Plat. com. bei Ath. X, 441 f.
-
11 ὑπο-σέληνος
ὑπο-σέληνος, unter dem Monde, Xenocr. bei Stob. ecl. I p. 62.
-
12 ἀσέληνος
ἀ-σέληνος, mondlos, finster -
13 ἀφροσέληνος
ἀφρο-σέληνος, der sonst σεληνίτης genannte Stein, Fraueneis -
14 βεκκεσέληνος
βεκκε-σέληνος (auf die erzählte Sage gehend, daß βέκκος in der ältesten Sprache u. bei den Phrygern das Brot bedeutet, u. daß die Arkader προσέληνοι heißen; also) uralt, altfränkisch, einfältig -
15 ἐπισέληνος
ἐπι-σέληνος, mondförmig, ἐπισέληνα, mondförmige Kuchen -
16 εὐσέληνος
-
17 πανσέληνος
παν-σέληνος, vollmondlich; ἡ πανσέληνος, sc. ὥρα, die Zeit des Vollmondes; ἡ πανσέληνος, der Vollmond; νύξ, Vollmondsnacht. Auch χρυσίς, ganz rund -
18 πληροσέληνος
πληρο-σέληνος, vollmondig; τὸ πλ., Vollmond -
19 προσέληνος
προ-σέληνος, vor dem Monde, älter als der Mond; so nannten sich die Arkader, die eher als der Mond dagewesen zu sein glaubten -
20 πρωτοσέληνος
πρωτο-σέληνος, zuerst im Monde oder Monare, ἡμέρα, der erste Tag im Monate
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ηλιοσέληνος — ἡλιοσέληνος, ον (AM ἡλιοσέληνος, ον) μσν. αυτός που ανήκει στον ήλιο και στη σελήνη αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡλιοσέληνος λίθος τού οποίου ο συνδυασμός τών χρωμάτων θυμίζει τη σύνοδο ήλιου και σελήνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + σεληνος (< σελήνη),… … Dictionary of Greek
ημισέληνος — Το ημικυκλικό σχήμα της Σελήνης που εμφανίζεται στο πρώτο ή στο τελευταίο της τέταρτο (αλλιώς, μισοφέγγαρο). Οι Σουμέριοι και οι Ακάδιοι λάτρευαν τη Σελήνη με την ονομασία Σιν, παριστάνοντάς την άλλοτε με τα χαρακτηριστικά γενειοφόρου άνδρα και… … Dictionary of Greek
πανσέληνος — (Aστρov.). Η Σελήνη σε πλήρη κύκλο, γεμάτο φεγγάρι, ολόγιομο φεγγάρι. Η φάση της Σελήνης κατά την οποία φαίνεται από τη Γη σαν τέλειος κυκλικός δίσκος, όσες φορές ο δορυφόρος βρίσκεται σε αντίθεση με τον Ήλιο και επομένως φωτίζεται ολόκληρο το… … Dictionary of Greek
πληροσέληνος — ον, ΜΑ 1. (για τη σελήνη) γεμάτος, πανσέληνος 2. (για την ημέρα) ολοφώτιστος, πλησιφαής μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ πληροσέληνον η πανσέληνος αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ πληροσέληνος μτφ. εκκλ. λαμπρότητα, δόξα («ἐκκλησία... νικήσασα τὸν ὄφιν καὶ τῆς… … Dictionary of Greek
προσέληνος — ον, ΜΑ, και προυσέληνος Α μσν. φρ. «προσέληνοι ἡμέραι» οι τρεις ημέρες πριν από την εμφάνιση τής νέας σελήνης αρχ. 1. (ως επίθ. τών Αρκάδων) αυτός που είναι προγενέστερος, αρχαιότερος από τη σελήνη 2. υβριστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σέληνος… … Dictionary of Greek
τρισέληνος — ον, Α 1. αυτός που αντιστοιχεί σε τρεις σελήνες («πλάτος τρισέληνον», Πλούτ.) 2. αυτός που διαρκεί τρεις σελήνες, τρεις νύχτες («Ἀλκμήνης τρισέληνος ἀκοίτης», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σέληνος (< σελήνη), πρβλ. δωδεκα σέληνος] … Dictionary of Greek
υπερσέληνος — ον, Α αυτός που βρίσκεται πάνω από τη σελήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + σέληνος (< σελήνη), πρβλ. προ σέληνος] … Dictionary of Greek
υποσέληνος — ον, Α αυτός που βρίσκεται κάτω από την σελήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σέληνος (< σελήνη), πρβλ. ἐπι σέληνος] … Dictionary of Greek
πλησισέληνος — ον, ΜΑ πλησιφαής σελήνη, πανσέληνος, ολόγιομο φεγγάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. πλησ(ι) τού πίμπλημι* (πρβλ. αόρ. ἔ πλησ α) + σελήνη (πρβλ. πληρο σέληνος)] … Dictionary of Greek
πρωτοσέληνος — ον, Α αυτός που είναι προγενέστερος, αρχαιότερος από τη σελήνη, προσέληνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + σέληνος (< σελήνη)] … Dictionary of Greek