-
1 ποθητός
-
2 ποθητός
ποθητός, gewünscht, verlangt, begehrt, ersehnt, vermißt, geliebt -
3 περι-πόθητος
περι-πόθητος, sehr erwünscht, sehr ersehnt od. geliebt, Sp., wie Luc. Tim. 12; compar., App. B. C. 3, 4.
-
4 πολυ-πόθητος
πολυ-πόθητος, viel oder sehr gewünscht, τῆς δίψης οὐδὲν πολυποϑητότερον, begehrlicher, Ath. X, 433 e.
-
5 τρι-πόθητος
τρι-πόθητος, dreimal ersehnt, sehnlich gewünscht; Mosch. 3, 52; Bion 1, 59; Luc. Gall. 6 u. a. Sp.
-
6 ἀ-πόθητος
-
7 ἀξιο-πόθητος
ἀξιο-πόθητος, begehrenswerth, Sp.
-
8 ἀξιοπόθητος
-
9 ἀπόθητος
-
10 περιπόθητος
περι-πόθητος, sehr erwünscht, sehr ersehnt od. geliebt -
11 πολυπόθητος
πολυ-πόθητος, viel oder sehr gewünscht; τῆς δίψης οὐδὲν πολυποϑητότερον, begehrlicher -
12 τριπόθητος
τρι-πόθητος, dreimal ersehnt, sehnlich gewünscht
См. также в других словарях:
ποθητός — longed for masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποθητός — ή, ό / ποθητός, ή, όν, ΝΜΑ [ποθώ] ο ποθούμενος, ο επιθυμητός (α. «ήλθεν η ποθητή ώρα», Κάλβ. β. «για την ποθητήν Ελλάδα», Σολωμ. γ. «ποθητὸν πρᾱγμα», επιγρ.) νεοελλ. 1. αγαπητός («το ποθητό μου ταίρι») 2. ως ουσ. ο αγαπημένος («εγώ είμαι, κόρη, ο … Dictionary of Greek
ποθητός — ή, ό επιθυμητός, αγαπημένος, λατρευτός: Εγώ είμαι, κόρη, ο άντρας σου κι εσύ η ποθητή μου (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποθητά — ποθητός longed for neut nom/voc/acc pl ποθητά̱ , ποθητός longed for fem nom/voc/acc dual ποθητά̱ , ποθητός longed for fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποθητῶν — ποθητός longed for fem gen pl ποθητός longed for masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποθητόν — ποθητός longed for masc acc sg ποθητός longed for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποθηταῖς — ποθητός longed for fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποθητοῖς — ποθητός longed for masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποθητοί — ποθητός longed for masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποθητοῦ — ποθητός longed for masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποθητούς — ποθητός longed for masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)