Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀ-πρόσκλητος

См. также в других словарях:

  • πρόσκλητος — ον, Α [προσκαλῶ] 1. αυτός που κλήθηκε, που προσκλήθηκε 2. αυτός που συνέρχεται με πρόσκληση 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρόσκλητος η συνέλευση 4. φρ. «πρόσκλητος ἐκκλησία» έκτακτη συνέλευση τού λαού στις δημοκρατούμενες ελληνικές πόλεις, την οποία… …   Dictionary of Greek

  • πρόσκλητον — πρόσκλητος specially summoned masc/fem acc sg πρόσκλητος specially summoned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσκλητοι — πρόσκλητος specially summoned masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»