-
1 ἀ-προτί-μαστος
ἀ-προτί-μαστος, dor. u. poet. für ἀπρόςμαστος, unangetastet, Il. 19, 263; Euphor. frg. 62.
-
2 ἀπροτίμαστος
См. также в других словарях:
μαίομαι — μαίομαι, αιολ. τ. και μάομαι (Α) 1. αναζητώ, ερευνώ («ἥ τ ὄρνισι κατοικιδίῃσιν ὄλεθρον μαίεται», Νικ.) 2. επιδιώκω, επιζητώ, επιθυμώ («μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῑν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. μαίομαι πιθ. < *μασ jο μαι, με … Dictionary of Greek