1 ἀ-ποτί-βατος
ἀ-ποτί-βατος, dor. p. für ἀπρόςβατος, Soph. Trach. 1024, ἁγρία νόσος, Schol. ἁπροςπέλαστος.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀ-ποτί-βατος