-
1 απληρωτος
-
2 ναρθηκοπληρωτος
2заполняющий ствол нартекаν. πυρὸς πηγή Aesch. — источник огня, заключенный в нартеке (об искре, похищенной Прометеем у Зевса и доставленной им людям в стволе этого растения)
См. также в других словарях:
ναρθηκοπλήρωτος — ναρθηκοπλήρωτος, ον (Α) αυτός που τοποθετείται στο κοίλο του στελέχους τού φυτού νάρθηξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρθηξ, ηκος + πλήρωτος (< πληρῶ), πρβλ. α πλήρωτος, εν πλήρωτος] … Dictionary of Greek
ευεκπλήρωτος — εὐεκπλήρωτος, ον (Α) αυτός που εκπληρώνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εκ πληρωτος (< εκ πληρώ), πρβλ. αν εκ πλήρωτος, δυσ εκπλήρωτος] … Dictionary of Greek