Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀ-περίεργον

См. также в других словарях:

  • περιέργον — περϊέργον , περί ἔργνυμι pres part act masc voc sg (epic) περϊέργον , περί ἔργνυμι pres part act neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίεργον — περίεργος taking needless trouble masc/fem acc sg περίεργος taking needless trouble neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίεργος — η, ο / περίεργος, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που ενδιαφέρεται για το καθετί και θέλει να τό γνωρίσει, αυτός που ερευνά και επιδιώκει να μάθει τα πάντα, ερευνητικός (α. «από μικρός ήταν περίεργος και έμαθε πολλά» β. «περίεργα παιδία», Γαλ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • TRIBONIUM — Graece Τρίβων et Τριβώνιον, Philosophorum pallium fuit, Lucianus Timone, Ο῾ δὲ Τρίβων οὗτος πορφυρίδος ἀμείνων, Pallium, quâvis purpurâ potius. Cum vero pallium totius gentis Graecorum communis habitus eslet, ii, qui severiorem Philosophiam… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»