-
1 ἀ-περι-μέριμνος
ἀ-περι-μέριμνος ( μέριμνα), unbekümmert, unüberlegt, ἀπεριμερίμνως κόπτειν τὴν ϑύραν Ar. Nub. 137, auf eine Weise, die sich für den Denker nicht paßt.
-
2 ἀπεριμέριμνος
ἀ-περι-μέριμνος, unbekümmert, unüberlegt
См. также в других словарях:
περιμέριμνος — ον, Μ πολύ προσεκτικός. επίρρ... περιμερίμνως με μεγάλη προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μέριμνος (μέριμνα)] … Dictionary of Greek