-
1 απεριμεριμνως
См. также в других словарях:
περιμερίμνως — Μ επίρρ. βλ. περιμέριμνος … Dictionary of Greek
περιμέριμνος — ον, Μ πολύ προσεκτικός. επίρρ... περιμερίμνως με μεγάλη προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μέριμνος (μέριμνα)] … Dictionary of Greek