-
1 ἀ-πειρέσιος
ἀ-πειρέσιος, α, ον, verlängerte Form von ἄπειρος, vgl. ἀπερείσιος, unbegrenzt, unermeßlich groß, γαῖα Il. 20, 58; ὀιζύς Od. 11, 621, wie πόνοι Soph. Ai. 929; unendlich viel, αἶγες Od. 9, 118; ἄνϑρωποι Od. 19, 174; ἄνδρες Hes. frg. 39, 4; sp. D., wie Theocr. 25, 100.
-
2 απειρεσιος
-
3 ἀπειρέσιος
ἀ-πειρέσιος and ἀπερείσιος, 3 (πέρας, πείρατα): unlimited, boundless, infinite, of quantity or numbers, γαῖαν ἀπειρεσίην, Il. 20.58; ἄνθρωποι πολλοί, ἀπειρέσιοι, Od. 19.174; ἀπερείσἰ ἄποινα, Il. 1.13.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπειρέσιος
-
4 ἀπειρέσιος
ἀ-πειρέσιος, unbegrenzt, unermeßlich groß; unendlich viel
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский