-
1 πεντηκοντα-πέλεθρος
πεντηκοντα-πέλεθρος, funfzig Plethren groß, Nonn. D. 25, 502.
-
2 πολυ-πέλεθρος
πολυ-πέλεθρος, = πολύπλεϑρος, Qu. Sm. 3, 396.
-
3 ἀ-πέλεθρος
ἀ-πέλεθρος ( πλέϑρον), unermeßlich, Hom. ἴς, Iliad. 5, 245. 7, 269 Od. 9, 538 ἶν' ἀπέλεϑρον; ἀπέλεϑρον ἀνέδραμε, unermeßlich weit zurück, Il. 11, 354; sp. D.
-
4 ἑπτα-πέλεθρος
ἑπτα-πέλεθρος, von sieben Plethren, Nonn. D. 36, 14, Ἄρης.
-
5 ἰσο-πέλεθρος
ἰσο-πέλεθρος, von gleich viel Plethren, ἰσόμηκες, Hesych.
-
6 ἀπέλεθρος
-
7 ἑπταπέλεθρος
-
8 ἰσοπέλεθρος
-
9 πεντηκονταπέλεθρος
См. также в других словарях:
πολύπλεθρος — και πολυπέλεθρος, ον, Α 1. αυτός που έχει έκταση πολλών πλέθρων, ο πολύ εκτεταμένος («πολυπλέθρους γύας», Ευρ.) 2. (για πρόσ.) ιδιοκτήτης πολλών πλέθρων, μεγαλοκτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλεθρος / πέλεθρος (< πλέθρον / πέλεθρον), πρβλ.… … Dictionary of Greek