-
61 μητροπάτωρ
μητρο-πάτωρ: mother's father, maternal grandfather, Il. 11.224†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μητροπάτωρ
-
62 ἀπάτωρ
-
63 αὐτοπάτωρ
-
64 ἐπιπάτωρ
ἐπι-πάτωρ, ορος, ὁ, Stiefvater -
65 εὖπάτωρ
εὖ-πάτωρ, ορος, ὁ, gut als Vater -
66 θεοπάτωρ
θεο-πάτωρ, ορος, ὁ, Gott Vater -
67 κλωποπάτωρ
κλωπο-πάτωρ, ορος, ὁ, von unbekanntem Vater -
68 λιποπάτωρ
λιπο-πάτωρ, ορος, den Vater verlassend -
69 μητροπάτωρ
μητρο-πάτωρ, ορος, ὁ, der Vater der Mutter, der Großvater mütterlicherseits -
70 μῑσοπάτωρ
μῑσο-πάτωρ, ορος, den Vater hassend -
71 μουσοπάτωρ
μουσο-πάτωρ, ορος, ὁ, Musenvater -
72 ὄπατρος,
ὄ-πατρος, u. ὀ-πάτριος, u. ὀ-πάτωρ, ορος, ὁ, von demselben Vater, κασίγνητος καὶ ὄπατρος, der Bruder, u. zwar der leibliche, von demselben Vater -
73 ὀπάτριος,
ὄ-πατρος, u. ὀ-πάτριος, u. ὀ-πάτωρ, ορος, ὁ, von demselben Vater, κασίγνητος καὶ ὄπατρος, der Bruder, u. zwar der leibliche, von demselben Vater -
74 ὀπάτωρ
ὄ-πατρος, u. ὀ-πάτριος, u. ὀ-πάτωρ, ορος, ὁ, von demselben Vater, κασίγνητος καὶ ὄπατρος, der Bruder, u. zwar der leibliche, von demselben Vater -
75 πατροπάτωρ
πατρο-πάτωρ, ορος, ὁ, Vatersvater, Großvater von väterlicher Seite -
76 προπάτωρ
προ-πάτωρ, ορος, ὁ, Vorvater, Stammvater, Ahnherr; οἱ προπάτορες, die Altvorderen, Vorfahren -
77 ταυροπάτωρ
ταυρο-πάτωρ, ορος, einen Stier zum Vater habend -
78 τριτοπάτωρ
τριτο-πάτωρ, ορος, ὁ, dritter Vater, Vater im dritten Gliede -
79 φιλοπάτωρ
φιλο-πάτωρ, ορος, den Vater liebend -
80 ψευδοπάτωρ
ψευδο-πάτωρ, ορος, ὁ, falscher Vater
См. также в других словарях:
πάτωρ — πά̱τωρ , πάτωρ possessor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτωρ — ὁ, Α κτήτορας, κάτοχος, ιδιοκτήτης, κύριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πᾱ τού άχρηστου ενεστ. πάομαι* «κατέχω, είμαι κύριος» + επίθημα τωρ] … Dictionary of Greek
θεοπάτωρ — θεοπάτωρ, ορος, ὁ (AM) (για τον Δαβίδ και τους γονείς τής θεοτόκου, τον Ιωακείμ και την Αννα) ο πατέρας τού θεού, ο πρόγονος τού θεού αρχ. ο γιος τού θεού, τίτλος των βασιλέων τών Πάρθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. α πάτωρ,… … Dictionary of Greek
ιεροπάτωρ — ἱεροπάτωρ, ὁ (Μ) άγιος πατέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. α πάτωρ, θεο πάτωρ] … Dictionary of Greek
καλλιπάτωρ — καλλιπάτωρ, ορος, ὁ (AM) μσν. (για Πατέρες τής Εκκλησίας) ένδοξος, σεπτός Πατέρας αρχ. αυτός που έχει ένδοξο πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. κοινο πάτωρ, μεγιστο πάτωρ] … Dictionary of Greek
κλωποπάτωρ — κλωποπάτωρ, ορός ὁ (Α) παιδί τού οποίου ο πατέρας είναι κλέφτης ή παιδί άγνωστου πατέρα, νόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλώψ, + πός + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. βροντοκέραυνο πάτωρ, χρυσο πάτωρ] … Dictionary of Greek
κοινοπάτωρ — κοινοπάτωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει τον ίδιο πατέρα με κάποιον άλλο, ομοπάτριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. φιλο πάτωρ, ψευδο πάτωρ] … Dictionary of Greek
κοσμοπάτωρ — κοσμοπάτωρ, ορος, ὁ (Μ) (για τον Αδάμ) ο πατέρας όλων τών ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. θεο πάτωρ, μητρο πάτωρ] … Dictionary of Greek
προπάτωρ — ορος, ο, ΝΜΑ, και προπάτορας Ν 1. ο πρώτος πατέρας γένους, ο γενάρχης (α. «στη γη όπου έζησαν οι προπάτορές μας» β. «ὦ Ζεῡ, προγόνων προπάτωρ», Σοφ.) 2. πληθ. οι προπάτορες α) οι πατριάρχες τής Παλαιάς Διαθήκης Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ β) (γενικά) οι … Dictionary of Greek
ευπάτωρ — εὐπάτωρ, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που κατάγεται από ευγενή πατέρα, ευπατρίδης 2. καλός πατέρας 3. αυτός που αγαπά τον πατέρα, φιλοπάτωρ («Πτολεμαῑος ὁ εὐπάτωρ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πατωρ (< πατήρ), πρβλ. α πάτωρ] … Dictionary of Greek
λιποπάτωρ — λιποπάτωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που εγκατέλειψε τον πατέρα του («λιποπάτορα λιπόγαμόν τε», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + πάτωρ (< πατήρ, τρός), πρβλ. φιλο πάτωρ] … Dictionary of Greek