Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀ-πάλαμνος

См. также в других словарях:

  • ευπάλαμος — εὐπάλαμος, ον (ΑΜ, Μ και εὐπάλαμνος, ον) 1. εφευρετικός, επινοητικός, πολυμήχανος (α. «εὐπάλαμον μέριμναν», Αισχύλ. β. «εὐπάλαμος ἔρως», Ορφ. ύμν. γ. «εὐπαλάμου σοφίης μνᾱμα», Ανθ. Παλ.) 2. ο έντεχνα κατασκευασμένος, ο έντεχνος («τέκτονες… …   Dictionary of Greek

  • παλάμη — (I) και απαλάμη, η (ΑΜ παλάμη) 1. η εσωτερική επιφάνεια τού χεριού ανάμεσα στον καρπό και στα δάχτυλα, η χούφτα ή φούχτα 2. το χέρι («παλάμη δ ἔχε χάλκεον ἔγχος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. μονάδα μήκους ίση με το 1/10 τού μέτρου, μονάδα επιφάνειας ίση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»