-
1 πάλαμνος
-
2 εὐ-πάλαμνος
εὐ-πάλαμνος, poet. = Folgdm, μέριμνα, die erfinderische, auf alle Weise sich nährende, Aesch. Ag. 1513, v. l. vom Folgdn.
-
3 ἀ-πάλαμνος
ἀ-πάλαμνος, p. für ἀπάλαμος, 1) ἀνήρ Il. 5, 597, ein Mann, der sich nicht zu helfen weiß; dah. träg, unthätig, Simon. bei Plat. Prot. 346 c. – 2) wogegen nichts anzufangen, dah. schändlich, verrucht, φρένες Pind. Ol. 2, 63; ἀπάλαμνόν τι πάσχειν Eur. Cycl. 598; dem καλόν entggstzt, unanständig, Theogn. 281. Aber λόγος οὐκ ἀπάλαμνος Alcaeus bei Schol. Pind. I. 2, 17, οὐδ' ἔργ' ἀπ. ϑέλει Solon. frg. 14, 12, μυϑεῖται ἀπάλαμνα Theogn. 487, nicht ausführbar.
-
4 ἀπάλαμνος
ἀ-πάλαμνος, ein Mann, der sich nicht zu helfen weiß; dah. träg, untätig. (2) wogegen nichts anzufangen, dah. schändlich, verrucht; dem καλόν entggstzt, unanständig -
5 εὐπάλαμνος
εὐ-πάλαμνος, die erfinderische, auf alle Weise sich nährende
См. также в других словарях:
ευπάλαμος — εὐπάλαμος, ον (ΑΜ, Μ και εὐπάλαμνος, ον) 1. εφευρετικός, επινοητικός, πολυμήχανος (α. «εὐπάλαμον μέριμναν», Αισχύλ. β. «εὐπάλαμος ἔρως», Ορφ. ύμν. γ. «εὐπαλάμου σοφίης μνᾱμα», Ανθ. Παλ.) 2. ο έντεχνα κατασκευασμένος, ο έντεχνος («τέκτονες… … Dictionary of Greek
παλάμη — (I) και απαλάμη, η (ΑΜ παλάμη) 1. η εσωτερική επιφάνεια τού χεριού ανάμεσα στον καρπό και στα δάχτυλα, η χούφτα ή φούχτα 2. το χέρι («παλάμη δ ἔχε χάλκεον ἔγχος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. μονάδα μήκους ίση με το 1/10 τού μέτρου, μονάδα επιφάνειας ίση… … Dictionary of Greek