-
1 μνησί-κακος
μνησί-κακος, des erlittenen Unrechts, angethaner Beleidigung eingedenk, Böses nachtragend, Arist. Eth. 4, 3 u. Sp., wie Plut. de defect. orac. 7.
-
2 ἀ-μνησί-κακος
ἀ-μνησί-κακος, des erlittenen Unrechts nicht eingedenk, nicht rachsüchtig, Clem. Al.; auch adv.
-
3 μνησίκακος
μνησί-κακος, des erlittenen Unrechts, angetaner Beleidigung eingedenk, Böses nachtragend -
4 ἀμνησίκακος
ἀ-μνησί-κακος, des erlittenen Unrechts nicht eingedenk, nicht rachsüchtig
См. также в других словарях:
μιμνήσκω — (ΑΜ, Α αιολ. τ. μιμναΐσκω) (μέσ. παθ.) μιμνήσκομαι α) ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι («μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ) β) κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω («πρῶτος εἰπὼν καὶ μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης», Δημοσθ.) γ) εντείνω… … Dictionary of Greek
μνησίκακος — η, ο (ΑΜ μνησίκακος, ον) αυτός που διατηρεί στη μνήμη του κακό το οποίο κάποτε υπέστη και επιδιώκει να πάρει εκδίκηση, εκδικητικός («ἐν ὁδοῑς δικαιοσύνης ζωῆς, ὁδοὶ δὲ μνησικάκων εἰς θάνατον», Αριστοτ.). Επιρρ. μνησίκακα με μνησίκακο τρόπο.… … Dictionary of Greek