Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀ-μνησί-κακος

См. также в других словарях:

  • μιμνήσκω — (ΑΜ, Α αιολ. τ. μιμναΐσκω) (μέσ. παθ.) μιμνήσκομαι α) ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι («μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ) β) κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω («πρῶτος εἰπὼν καὶ μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης», Δημοσθ.) γ) εντείνω… …   Dictionary of Greek

  • μνησίκακος — η, ο (ΑΜ μνησίκακος, ον) αυτός που διατηρεί στη μνήμη του κακό το οποίο κάποτε υπέστη και επιδιώκει να πάρει εκδίκηση, εκδικητικός («ἐν ὁδοῑς δικαιοσύνης ζωῆς, ὁδοὶ δὲ μνησικάκων εἰς θάνατον», Αριστοτ.). Επιρρ. μνησίκακα με μνησίκακο τρόπο.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»