-
1 πολυ-μιξία
πολυ-μιξία, ἡ, = πολυμιγία, Plut. adv. Colot. 5.
-
2 δουλο-μιξία
δουλο-μιξία, ἡ, eheliche Gemeinschaft mit Sklavinnen, Tzetz.
-
3 μητρο-μιξία
μητρο-μιξία, ἡ, leibliche Vermischung mit der Mutter, Sext. Emp. adv. eth. 191.
-
4 θυγατρο-μιξία
θυγατρο-μιξία, ἡ, Blutschande mit der Tochter, K. S.
-
5 αἱμο-μιξία
αἱμο-μιξία, ἡ, Blutschande, Sp.
-
6 ἀμπελο-μιξία
ἀμπελο-μιξία, ἡ, Begattung mit Weinstöcken, Luc. V. H. 1, 9.
-
7 ἀν-επι-μιξία
ἀν-επι-μιξία, ἡ, Mangel an Verkehr, Pol. 16, 29; Reinheit, Sp.
-
8 ἀ-μιξία
-
9 ἀδελφο-μιξία
ἀδελφο-μιξία, ἡ, Ehed. Brudersm. d. Schwester, Tzetz.
-
10 ἀῤῥενο-μιξία
ἀῤῥενο-μιξία, ἡ, Knabenschänderei, Sext. Emp.; Clem. Al. paed. 2, 10.
-
11 ἐπι-μιξία
ἐπι-μιξία, ἡ, die Vermischung, bes. der Verkehr der Menschen unter einander, πρὸς τοὺς Τεγεήτας Her. 1, 68; ἐπιμιξίας οὔσης παρ' ἀλλήλους Thuc. 5, 78; ἡ πόλεων ἐπιμιξία πόλεσιν Plat. Legg. XII, 949 e; ἐπιμιξίᾳ χρωμένων τῶν Αἰγινητῶν πρὸς τοὺς Ἀϑηναίους Xen. Hell. 5, 1, 1, die Aegineten standen im Verkehr mit den Ath.; Pol. 16, 29.
-
12 αἱμομιξία
-
13 ἀμιξία
ἀ-μιξία, Ungeselligkeit; Mangel an gemeinsamem Plane, Uneinigkeit; übh. mangelnder Verkehr -
14 ἀμπελομιξία
-
15 ἀνεπιμιξία
ἀν-επι-μιξία, Mangel an Verkehr; Reinheit -
16 ἀῤῥενομιξία
-
17 δουλομιξία
δουλο-μιξία, ἡ, eheliche Gemeinschaft mit Sklavinnen -
18 ἐπιμιξία
ἐπι-μιξία, ἡ, u. ἐπί-μιξις, ἡ, die Vermischung, bes. der Verkehr der Menschen unter einander; ἐπιμιξίᾳ χρωμένων τῶν Αἰγινητῶν πρὸς τοὺς Ἀϑηναίους, die Aegineten standen im Verkehr mit den Ath. -
19 θυγατρομιξία
θυγατρο-μιξία, ἡ, Blutschande mit der Tochter -
20 μητρομιξία
μητρο-μιξία, ἡ, u. μητρο-μίξιον, τό, leibliche Vermischung mit der Mutter
См. также в других словарях:
μιξίας — μιξίᾱς , μιξίας one who mixes masc acc pl μιξίᾱς , μιξίας one who mixes masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηριομιξία — θηριομιξία, ἡ (Α) συνουσία με θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + μιξία (< μικτός), πρβλ. α μιξία, επι μιξία] … Dictionary of Greek
θυγατρομιξία — θυγατρομιξία, ἡ (Α) πάπ. αιμομιξία με θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + μιξία (< μικτός < μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. α μιξία, πολυ μιξία] … Dictionary of Greek
Ampelomixia — (griech. ἀμπελομιξία; aus ἄμπελος, ámpelos, „Weinrebe“ und μείγνυμι, meígnymi, „vereinigen“) ist ein spätgriechischer Begriff, der satirisch den Geschlechtsverkehr mit Weinreben bezeichnet. Er tritt erstmals im 2. Jahrhundert n. Chr. beim… … Deutsch Wikipedia
πατρομιξία — ἡ, Μ (για τις θυγατέρες τού Λωτ) η σαρκική μίξη τής θυγατέρας με τον πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + μιξία (< μικτος < μικτός < μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. θυγατρο μιξία] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αμπελομιξία — ἀμπελομιξία, η (Α) ανάμιξη κλημάτων, ενοφθαλμισμός, κέντρωμα τών κλημάτων τού αμπελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + μιξία < μίξις < μείγνυμι] … Dictionary of Greek
γλωσσομ(ε)ιξία — η ανάμειξη γλωσσικών στοιχείων διαφόρων εποχών ή διαφόρων διαλέκτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + μιξία < μικτός < μείγνυμι. Η λ. γλωσσομιξία μαρτυρείται από το 1816 στο περιοδικό σύγγραμμα Ερμής οΛόγιος] … Dictionary of Greek
μητρομιξία — και μητρομειξία, ἡ (Α) η σαρκική επαφή με τη μητέρα, αιμομιξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ μητρός + μιξία (< μίχτης < μίγνυμι / μείγνυμι), πρβλ. θεομιξία] … Dictionary of Greek
παιδομιξία — παιδομιξία, ἡ (Μ) σαρκική μίξη με μικρό αγόρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + μιξία (< μίκτης < μ(ε)ίγνυμι)] … Dictionary of Greek
σωματομιξία — και σωματομειξία, ἡ, Μ σαρκική μίξη, συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + μ[ε]ιξία (< μ[ε]ικτος < μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. θυγατρο μιξία] … Dictionary of Greek