Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀ-μιξία

См. также в других словарях:

  • μιξίας — μιξίᾱς , μιξίας one who mixes masc acc pl μιξίᾱς , μιξίας one who mixes masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηριομιξία — θηριομιξία, ἡ (Α) συνουσία με θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + μιξία (< μικτός), πρβλ. α μιξία, επι μιξία] …   Dictionary of Greek

  • θυγατρομιξία — θυγατρομιξία, ἡ (Α) πάπ. αιμομιξία με θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + μιξία (< μικτός < μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. α μιξία, πολυ μιξία] …   Dictionary of Greek

  • Ampelomixia — (griech. ἀμπελομιξία; aus ἄμπελος, ámpelos, „Weinrebe“ und μείγνυμι, meígnymi, „vereinigen“) ist ein spätgriechischer Begriff, der satirisch den Geschlechtsverkehr mit Weinreben bezeichnet. Er tritt erstmals im 2. Jahrhundert n. Chr. beim… …   Deutsch Wikipedia

  • πατρομιξία — ἡ, Μ (για τις θυγατέρες τού Λωτ) η σαρκική μίξη τής θυγατέρας με τον πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + μιξία (< μικτος < μικτός < μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. θυγατρο μιξία] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αμπελομιξία — ἀμπελομιξία, η (Α) ανάμιξη κλημάτων, ενοφθαλμισμός, κέντρωμα τών κλημάτων τού αμπελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + μιξία < μίξις < μείγνυμι] …   Dictionary of Greek

  • γλωσσομ(ε)ιξία — η ανάμειξη γλωσσικών στοιχείων διαφόρων εποχών ή διαφόρων διαλέκτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + μιξία < μικτός < μείγνυμι. Η λ. γλωσσομιξία μαρτυρείται από το 1816 στο περιοδικό σύγγραμμα Ερμής οΛόγιος] …   Dictionary of Greek

  • μητρομιξία — και μητρομειξία, ἡ (Α) η σαρκική επαφή με τη μητέρα, αιμομιξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ μητρός + μιξία (< μίχτης < μίγνυμι / μείγνυμι), πρβλ. θεομιξία] …   Dictionary of Greek

  • παιδομιξία — παιδομιξία, ἡ (Μ) σαρκική μίξη με μικρό αγόρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + μιξία (< μίκτης < μ(ε)ίγνυμι)] …   Dictionary of Greek

  • σωματομιξία — και σωματομειξία, ἡ, Μ σαρκική μίξη, συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + μ[ε]ιξία (< μ[ε]ικτος < μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. θυγατρο μιξία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»