-
1 αμεταστατος
-
2 ευμεταστατος
См. также в других словарях:
μετάστατος — μετάστατος, ον (Α) [στατός] αυτός που υπέστη μετάσταση, αυτός που μετατέθηκε ή μετατοπίστηκε … Dictionary of Greek
μετάστατος — removed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάστατα — μετάστατος removed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάσταθ' — μετάστᾱθι , μεθίστημι place in another way aor imperat act 2nd sg μετάστατο , μεθίστημι place in another way aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) μετάστατα , μετάστατος removed neut nom/voc/acc pl μετάστατε , μετάστατος removed masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταστατικός — ή, ό (Α μεταστατικός, ή, όν) [μετάστατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετάσταση νεοελλ. ιατρ. αυτός που οφείλεται στη μετάσταση ή αυτός που προέρχεται από μετάσταση (α. «μεταστατικός όγκος» β. «μεταστατικό απόστημα») αρχ. αυτός που είναι… … Dictionary of Greek