-
1 μετά-πτωτος
μετά-πτωτος, = Vorigem, Plut. de virt. mor. 7 u. a. Sp.
-
2 εὐ-μετά-πτωτος
εὐ-μετά-πτωτος, leicht umschlagend, veränderlich, Theophr. u. Sp.
-
3 ἀ-μετά-πτωτος
ἀ-μετά-πτωτος, nicht umschlagend, unwandelbar, λόγοι μόνιμοι καὶ ἀμ. Plat. Tim. 29 b; φίλος ἀμ. καὶ βέβαιος Plut. Symp. 4 prooem.; καταλήψεις, zuverlässige, wahre Begriffe, Luc. Paras. 28. – Adv., Plut. Dion. 14.
-
4 μεταπτωτικός
μετα-πτωτικός, ή, όν, u. μετά-πτωτος, leicht umschlagend, veränderlich -
5 ἀμετάπτωτος
ἀ-μετά-πτωτος, nicht umschlagend, unwandelbar -
6 εὐμετάπτωτος
εὐ-μετά-πτωτος, leicht umschlagend, veränderlich
См. также в других словарях:
ευμετάπτωτος — εὐμετάπτωτος, ον (Α) αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, ο ασταθής. επίρρ... εὐμεταπτώτως (Α) με ασταθή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετά πτωτος (< μετα πίπτω)] … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
πτωτικός — ή, ό / πτωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πτωτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πτώση ή στις πτώσεις τών κλινομένων ονομάτων (α. «πτωτικός τύπος» β. «ὄνομά ἐστι μέρος λόγου πτωτικόν», Δίον. Θρ.) νεοελλ. αυτός που έχει την τάση να πέφτει ή να πέσει («το… … Dictionary of Greek