-
1 λεπτο-μεριμνία
λεπτο-μεριμνία, ἡ, kleinliche Sorgfalt, Cornut.
-
2 ἀ-μεριμνία
ἀ-μεριμνία, ἡ, dass., securitas, Hdn. 2, 4, 13; Plut. de vit. aer. al. 6.
-
3 ἀμεριμνία
ἀ-μεριμνία, dass., securitas -
4 λεπτομεριμνία
λεπτο-μεριμνία, ἡ, kleinliche Sorgfalt
См. также в других словарях:
μεριμνιά — μεριμνιά, ἡ (Μ) στον πληθ. αἱ μεριμνιαί τα βάσανα, οι έγνοιες, ιδίως οι ερωτικές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεριμνῶ + κατάλ. ιά) … Dictionary of Greek