Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀ-μελῴδητος

См. также в других словарях:

  • μελωδητός — μελῳδητός, ή, όν (ΑM) [μελωδώ] αυτός που μπορεί να τόν ψάλλει κάποιος με μελωδία …   Dictionary of Greek

  • μελῳδητόν — μελῳδητός to be sung masc acc sg μελῳδητός to be sung neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμελώδητος — ἀμελώδητος, ον (Α) [μελωδητός] αυτός που δεν μελωδήθηκε, ατραγούδιστος …   Dictionary of Greek

  • μελωδητικός — μελῳδητικός, ή, όν (Α) [μελωδητός] αυτός που προκαλείται από μελωδία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»