-
1 μελῳδητός
μελ-ῳδητός, gesungen, sangbar -
2 ἀ-μελῴδητος
ἀ-μελῴδητος, ohne Melodie, Aristoxen.
-
3 ἀμελῴδητος
См. также в других словарях:
μελωδητός — μελῳδητός, ή, όν (ΑM) [μελωδώ] αυτός που μπορεί να τόν ψάλλει κάποιος με μελωδία … Dictionary of Greek
μελῳδητόν — μελῳδητός to be sung masc acc sg μελῳδητός to be sung neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμελώδητος — ἀμελώδητος, ον (Α) [μελωδητός] αυτός που δεν μελωδήθηκε, ατραγούδιστος … Dictionary of Greek
μελωδητικός — μελῳδητικός, ή, όν (Α) [μελωδητός] αυτός που προκαλείται από μελωδία … Dictionary of Greek