-
1 παν-α-μείδητος
παν-α-μείδητος, gar nicht lächelnd, ganz unfreundlich, πρόςωπον, Opp. Cyn. 3, 141.
-
2 ἀ-μείδητος
ἀ-μείδητος, dasselbe, Ἅιδης Theodor. 11 (VII, 439); νέκυες Iul. Aeg. 66 (VII, 58); νύκτες Ap. Rh. 2, 908.
-
3 παναμείδητος
παν-α-μείδητος, gar nicht lächelnd, ganz unfreundlich