Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀ-λόχευτος

См. также в других словарях:

  • ιολόχευτος — ἰολόχευτος, ον (Α) αυτός που γεννήθηκε από δηλητήριο, αυτός που βγήκε από φαρμάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + λόχευτος (< λοχεύω), πρβλ. α λόχευτος αρτι λόχευτος] …   Dictionary of Greek

  • πυριλόχευτος — ὁ, Μ (κυρίως ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που γεννήθηκε στη φωτιά ή από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + λοχεύω «γεννώ» (πρβλ. ιο λόχευτος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»