-
1 αὐτο-λόχευτος
αὐτο-λόχευτος, selbst erzeugt, Nonn. D. 4, 427.
-
2 ἀρτι-λόχευτος
ἀρτι-λόχευτος, eben geboren, Ep. ad. 310 ( Plan. 122); Nonn. D. 9, 23.
-
3 ἀ-λόχευτος
ἀ-λόχευτος, ungeboren, ohne Geburt zur Welt gekommen, wie Pallas, Coluth. 182; nicht gebärend, φύσις Nonn. Dion. 41, 53.
-
4 ἰο-λόχευτος
ἰο-λόχευτος, aus Gift erzeugt, Procl. H. 1, 41.
-
5 αὐτολόχευτος
αὐτο-λόχευτος, ον,A self-engendered, Nonn.D.4.427.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτολόχευτος
-
6 ἀρτιλόχευτος
ἀρτι-λόχευτος, ον,A just born, APl.4.122, Nonn.D.14.27, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρτιλόχευτος
-
7 ἀλόχευτος
ἀ-λόχευτος, ungeboren, ohne Geburt zur Welt gekommen, wie Pallas; nicht gebärend -
8 ἀρτιλόχευτος
-
9 αὐτολόχευτος
-
10 ἰολόχευτος
См. также в других словарях:
ιολόχευτος — ἰολόχευτος, ον (Α) αυτός που γεννήθηκε από δηλητήριο, αυτός που βγήκε από φαρμάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (III) + λόχευτος (< λοχεύω), πρβλ. α λόχευτος αρτι λόχευτος] … Dictionary of Greek
πυριλόχευτος — ὁ, Μ (κυρίως ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που γεννήθηκε στη φωτιά ή από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + λοχεύω «γεννώ» (πρβλ. ιο λόχευτος)] … Dictionary of Greek