-
1 λιαστός
η, ό высушенный на солнце; выставленный на солнце;σύκα λιαστά — сушёный инжир
-
2 λιαστός
güneşte kurutulmuş -
3 ἀ-λίαστος
ἀ-λίαστος, unbiegsam, nicht nachgebend, heftig, Hom. siebenmal, Iliad. 2, 797 πόλεμος, 20, 31 πόλεμον, 12, 471. 16, 296 ὅμαδος, 24, 760 γόον, 14, 57 μάχην ἀλίαστον; Advb. 24, 549 ἀλίαστον ὀδύρεο, unablässig; – ἀνίη Hes. Th. 610; Eur. φρήν Hec. 81; Πυλάδης Or. 1465, der muthige; sp. D., πόνος Ap. Rh. 2, 649, κῦμα 1, 1326.
-
4 αλιαστος
-
5 ἀλίαστος
ἀ-λίαστος ( λιάζομαι): unswerving, hence obstinate, persistent; πόλεμος, πόνος, γόος. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀλίαστος
-
6 ἀλίαστος
ἀ-λίαστος, unbiegsam, nicht nachgebend, heftig
См. также в других словарях:
λιαστός — και ηλιαστός, ή, ό αυτός που παρασκευάστηκε με έκθεση στον ήλιο (α. «λιαστή ντομάτα» β. «λιαστό κρασί» κρασί που παρασκευάστηκε από σταφύλια που προηγουμένως είχαν εκτεθεί στον ήλιο). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. *ἡλιαστός < ἡλιάζω] … Dictionary of Greek
λιαστός, -ή — ό αυτός που ξεράθηκε στον ήλιο: Έφτιαξε μια σάλτσα με λιαστές ντομάτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλιαστός — ή, ό [ηλιάζω] βλ. λιαστός … Dictionary of Greek