Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀ-λίαστος

См. также в других словарях:

  • λιαστός — και ηλιαστός, ή, ό αυτός που παρασκευάστηκε με έκθεση στον ήλιο (α. «λιαστή ντομάτα» β. «λιαστό κρασί» κρασί που παρασκευάστηκε από σταφύλια που προηγουμένως είχαν εκτεθεί στον ήλιο). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. *ἡλιαστός < ἡλιάζω] …   Dictionary of Greek

  • λιαστός, -ή — ό αυτός που ξεράθηκε στον ήλιο: Έφτιαξε μια σάλτσα με λιαστές ντομάτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλιαστός — ή, ό [ηλιάζω] βλ. λιαστός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»