-
1 ακηριος
I2[κήρ]1) невредимый, целый(ναῦται, ἄνδρες Hom.; ῥάβδος HH.)
2) безвредный, т.е. ничего дурного не сулящий(ἡμέραι Hes.)
II2[κῆρ]1) бездыханный, безжизненный Hom.2) малодушный, трусливый Hom. -
2 πολυκηριος
См. также в других словарях:
πολυκήριος — ον, Α πολύ θανατηφόρος, πολύ βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κηριος (< κήρ, κηρός, ἡ, «θάνατος, καταστροφή»), πρβλ. επι κήριος] … Dictionary of Greek