-
1 ἀ-κόρεστος
ἀ-κόρεστος, ungesättigt, unersättlich, αἰχμῆς, im Speerkampf, Aesch. Pers. 690; τύχη, unerschöpflich, Ag. 1462; ὀϊζύς 733; γόοι ἀκορεστότατοι Pers. 537; νείκη Eur. Mad. 639; Plut.; aber Aesch. Ag. 1304 τὸ μὲν εὖ πράττειν ἀκ. ἔφυ πᾶσι βροτοῖσιν, nicht sättigend, man wird dessen nicht überdrüssig, vgl. φιλία Xen. Conv. 8, 15. – Adv. - στως, Pallad. 5 (X. 56).
-
2 ἀκόρεστος
ἀ-κόρεστος, ἀ-κόρετος, ungesättigt, unersättlich; im Speerkampf; unerschöpflich; nicht sättigend, man wird dessen nicht überdrüssig -
3 ἀκόρετος
ἀ-κόρεστος, ἀ-κόρετος, ungesättigt, unersättlich; im Speerkampf; unerschöpflich; nicht sättigend, man wird dessen nicht überdrüssig
См. также в других словарях:
κορεστός — κορεστός, ή, όν (Α) [κορέννυμι] αυτός που έχει κορεστεί ή αυτός τον οποίο μπορεί να κορέσει κάποιος, αυτός που επιδέχεται κορεσμό … Dictionary of Greek
κατακορέστως — (Μ) επίρρ. αχόρταγα, με πάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀ κορέστως (< ἀ κόρεστος «αχόρταγος»)] … Dictionary of Greek
κορεννύω — (ΑM κορεννύω, Α και κορέννυμι και κορέω και κορέσκω [στη νεοελλ. συν. στον μέλλ., αόρ. και παρακμ.]) 1. γεμίζω κάτι όσο το δυνατό περισσότερο, υπερπληρώ «κορέσαι στόμα... ἐμᾱς σαρκός», Σοφ.) 2. προκαλώ σε κάποιον το αίσθημα τού χορτασμού ή… … Dictionary of Greek