-
1 πολυ-κτημοσύνη
πολυ-κτημοσύνη, ἡ, großes Vermögen, Poll. 3, 110.
-
2 φιλο-κτημοσύνη
φιλο-κτημοσύνη, ἡ, = Folgdm, Sp.
-
3 εὐ-κτημοσύνη
εὐ-κτημοσύνη, ἡ, Wohlhabenheit, Poll. 6, 196.
-
4 ἀ-κτημοσύνη
ἀ-κτημοσύνη, ἡ, Besitzlosigkeit, Armuth, Clem. Al., Sp.
-
5 πολυκτημοσύνη
πολυ-κτημοσύνη, ἡ,A great wealth, Poll.3.110, Cat.Cod.Astr.2.163,204.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυκτημοσύνη
-
6 φιλοκτημοσύνη
φῐλο-κτημοσύνη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοκτημοσύνη
-
7 ἀκτημοσύνη
ἀ-κτημοσύνη, Besitzlosigkeit, Armut -
8 εὐκτημοσύνη
εὐ-κτημοσύνη, ἡ, Wohlhabenheit -
9 πολυκτημοσύνη
πολυ-κτημοσύνη, ἡ, großes Vermögen -
10 φιλοκτησία
φιλο-κτησία, ἡ, u. φιλο-κτημοσύνη, ἡ, Besitzliebe, Habsucht
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий