Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀ-κενό-σπουδος

См. также в других словарях:

  • καινόσπουδος — καινόσπουδος, ον (Α) αυτός που ασχολείται με νέα πράγματα, που επιδιώκει νεωτερισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + σπουδος (< σπουδή < σπεύδω), πρβλ. ά σπουδος, κενό σπουδος] …   Dictionary of Greek

  • ματαιόσπουδος — η, ο αυτός που ασχολείται σοβαρά με πράγματα ανάξια λόγου, αεροκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + σπουδός (< σπουδή), πρβλ. κενό σπουδος, φιλό σπουδος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόσπουδος — ον, Α αυτός που αγαπά τη σπουδή, τον ζήλο, την προθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σπουδος (< σπουδή), πρβλ. κενό σπονδος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»