1 ακατακοσμητος
(ἄτακτος καὴ ἀ. Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > ακατακοσμητος
κατακόσμητος — η, ο (Μ κατακόσμητος, ον) [κατακοσμώ] κατάκοσμος* … Dictionary of Greek