-
1 κατά-λυτος
κατά-λυτος, ὁ, = καταλύτης (?).
-
2 εὐ-κατά-λυτος
εὐ-κατά-λυτος, leicht aufzulösen, zu vernichten, Λακεδαιμονίων πλεονεξία Xen. Hell. 3, 5, 14, im compar.
-
3 δυς-κατά-λυτος
δυς-κατά-λυτος, schwer aufzulösen; πόλεμος, beizulegen, Strab. XIV p. 643; δυναστεία Ios.
-
4 ἀ-κατά-λυτος
ἀ-κατά-λυτος, nicht aufzulösen, -heben, τὸ τῆς δημαρχίας κράτος Dion. Hal. 10, 31.
-
5 δυςκατάλυτος
δυς-κατά-λυτος, schwer aufzulösen; πόλεμος, beizulegen -
6 εὐκατάλυτος
εὐ-κατά-λυτος, leicht aufzulösen, zu vernichten -
7 ἀπόλυτος
ἀπό-λῠτος, ον,A loosed, free, Plu.2.426b; ἀ. ψυχαί souls at large before being embodied, Porph. ap.Stob.1.49.40;ἀ. θεοί Dam.Pr. 351
, cf. Procl.inCra.p.74 P.2 absolute, unconditional, Arr.Epict.2.5.24, S.E.M.8.273, Plot.6.1.18 and 22. Adv.- τως S.E.M.8.161
, Men.Rh.p.434 S., Lyd.Mens.4.7; opp. κατὰ σχέσιν, Procl.in Prm.p.733 S.4 ἀ. χάραγμα independent coinage of Alexandria, Just.Edict.11, POxy. 1448 (vi A. D.).5 Rhet., unfinished, μερισμός, e.g. μέν not folld. by δέ, Hermog.Id.2.7.b ἀ. χαρακτήρ loose, unconstrained style, Aphth.Prog.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόλυτος
См. также в других словарях:
ημικατάλυτος — ἡμικατάλυτος, ον (Μ) αυτός που καταλύθηκε κατά το ήμισυ, ο μισοκατεστραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κατά λυτος (< κατα λύω), πρβλ. α κατά λυτος, ευ κατά λυτος] … Dictionary of Greek
ευκατάλυτος — εὐκατάλυτος, ον (Α) αυτός που καταλύεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα λυτος (< κατα λύω), πρβλ. α κατά λυτος, δυσ κατά λυτος] … Dictionary of Greek
ιππόλυτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της αμαζόνας Αντιόπης ή Ιππολύτης, ήρωας που θεοποιήθηκε στην Τροιζήνα, όπου τον ανέθρεψε ο παππούς του Πιτθέας. Ζούσε λατρεύοντας την Άρτεμη και κυνηγώντας. Η Αφροδίτη όμως ζήλεψε και έκανε τη… … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek
Λυταίος — Λυταῑος, ὁ, θηλ. Λυταίη (Α) [λυτός] 1. (το αρσ.) τίτλος τού Ποσειδώνος στη Θεσσαλία 2. το θηλ. (κατά τον Ησύχ.) ονομασία τής Θεσσαλίας … Dictionary of Greek
στρεπτόλυτον — τὸ, Α γραμματικό σχήμα κατά το οποίο παρατηρείται διαπλοκή προτάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεπτός + λυτός (< λύω)] … Dictionary of Greek