1 ἀ-καιρο-παῤ-ῥησιαστής
ἀ-καιρο-παῤ-ῥησιαστής, ὁ, zur Unzeit freimüthig, Eust.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀ-καιρο-παῤ-ῥησιαστής
2 ἀκαιροπαῤῥησιαστής
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἀκαιροπαῤῥησιαστής