-
1 δυς-περι-κάθαρτος
δυς-περι-κάθαρτος, schwer zu reinigen, Theophr.
-
2 δυς-εκ-κάθαρτος
δυς-εκ-κάθαρτος, schwer ganz zu reinigen, Dion. Hal. 4, 24 u. öfter.
-
3 δυς-κάθαρτος
δυς-κάθαρτος, schwer zu reinigen; πνεῦμα Plut. Gryll. 8; – schwer auszusöhnen, nicht durch Sühnopfer zu besänftigen, Ἅιδου λιμήν Soph. Ant. 1270; δαίμων Ar. Pax 1250.
-
4 νεο-κάθαρτος
νεο-κάθαρτος, neu, frisch gereinigt, Suid.
-
5 ἀ-περι-κάθαρτος
ἀ-περι-κάθαρτος, nicht ringsum gereinigt, LXX.
-
6 ἀ-κάθαρτος
-
7 ακαθαρτος
-
8 δυσκαθαρτος
-
9 ἀκάθαρτος
ἀ|κάθαρτος, ον нечистый -
10 δυσανακάθαρτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσανακάθαρτος
-
11 δυσεκκάθαρτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσεκκάθαρτος
-
12 δυσκάθαρτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσκάθαρτος
-
13 δυσπερικάθαρτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσπερικάθαρτος
-
14 εὐεκκάθαρτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεκκάθαρτος
-
15 νεοκάθαρτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοκάθαρτος
-
16 ἀπερικάθαρτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπερικάθαρτος
-
17 ἀπερικάθαρτος
-
18 δυςεκκάθαρτος
-
19 δυςκάθαρτος
δυς-κάθαρτος, schwer zu reinigen; schwer auszusöhnen, nicht durch Sühnopfer zu besänftigen -
20 δυςπερικάθαρτος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νεοκάθαρτος — νεοκάθαρτος, ον (Α) αυτός που υπέστη κάθαρση πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + καθαρτος (< καθαίρω), πρβλ. δυσ κάθαρτος] … Dictionary of Greek
ακάθαρτος — η, ο (Α ἀκάθαρτος, ον) 1. αυτός που δεν είναι καθαρός, ο βρόμικος, ο λερωμένος 2. (για τον αέρα) ο μολυσμένος 3. ακάθαρτος στην ψυχή, διεφθαρμένος 4. αυτός που δεν έχει καθαρθεί, δεν έχει εξαγνιστεί 5. (για υγρά ή στερεά) εκείνος που περιέχει… … Dictionary of Greek