-
1 θολωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θολωτός
-
2 θολωτός
η, ό[ν] сводчатый; купольный; куполообразный -
3 ἀν-επι-θόλωτος
ἀν-επι-θόλωτος, ungetrübt, Sext. Emp.
-
4 ἀ-θόλωτος
-
5 θολωτόν
θολωτόςbuilt like a: masc acc sgθολωτόςbuilt like a: neut nom /voc /acc sg -
6 αθολωτος
-
7 θολωτώ
-
8 θολωτῷ
-
9 ἀνεπιθόλωτος
ἀνεπι-θόλωτος, ον,A untroubled, unpolluted, S.E.M.1.303, Procl.in Alc.p.251C.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνεπιθόλωτος
-
10 ἀνεπιθόλωτος
-
11 θόλος
Grammatical information: f. (hell. m.; s. Schwyzer-Debrunner 32 n. 4, 34 n. 2)Meaning: `round building with conical roof, rotunda', `round bath' (Od.);Derivatives: θολίδιον (Attica). - θολία `round hat against the sun for women' (Theoc. 15, 39), also `chest with conical lid' (Poll.); cf. σαλία (σ- \< θ-) πλέγμα καλάθῳ ὅμοιον, ὅ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς φοροῦσιν αἱ Λάκαιναι. οἱ δε θολία H.; s. also H. s. θαλιοποιοι [Latte corrects to *θαλλοκοποιοί]. - θολωτός `provided with θ., w. conical form' (Procop.), θολικός `id.' (Suid.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Technical word without explanation. One compares since Fick 1, 466 a word for `valley etc.', which is found in Germanic, Slavic, and Celtic, e. g. Goth. dal(s) m. or n. `φάραγξ, βόθυνος', OWNo. dalr `valley, arch', OCS dolъ `βάραθρον, λάκκος', Russ. dol `valley, lower part', Welsh dol f. `valley'. Prop. meaning then *`bowing, bending', from where `vault(ing)', resp. `hollow' (see Huisman KZ 71, 103); improbable. Often connected with θάλαμος, e. g. E. Maaß RhM 77, 1ff.; against this Wahrmann Glotta 19, 213. - Cf. Bq and Pok. 245f. - The variation α\/ο is typical of Pre-Greek.Page in Frisk: 1,677Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θόλος
См. также в других словарях:
θολωτός — ή, ό (ΑΜ θολωτός, ή, όν) [θόλος] 1. αυτός που έχει θόλο 2. θολοειδής, αψιδωτός … Dictionary of Greek
θολωτός — ή, ό αυτός που έχει θόλο ή είναι κατασκευασμένος σε σχήμα θόλου: Θολωτή οροφή. – Θολωτοί τάφοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θολωτόν — θολωτός built like a masc acc sg θολωτός built like a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θολωτῷ — θολωτός built like a masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ορχομενός — I Όνομα τριών μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θυέστη, τον οποίο έσφαξε ο Ατρεύς μαζί με τους αδελφούς Καλαό και Αγλαό. 2. Γιος του Μινύα, γενάρχης των Μινυών, από τον οποίο πήρε την ονομασία της η ομώνυμη πόλη της Βοιωτίας, που ήταν πρωτεύουσα… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
αθόλωτος — (I) η, ο (Α ἀθόλωτος, ον) [θολῶ] μη θολωμένος, καθαρός μσν. 1. αγνός, αμόλυντος 2. απαραβίαστος 3. αυτός που δεν κλονίζεται από ταραχές 4. μτφ. αυτός που δεν ταράζεται, ο ψύχραιμος. (II) η, ο ο δίχως θόλο, ο μη θολωτός, αθολοσκέπαστος, άθολος.… … Dictionary of Greek
καμάρα — Ονομασία εννέα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 287 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαλοπόλεως του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, 59 χλμ. ΝΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. 2. Ημιορεινός οικισμός … Dictionary of Greek
πολυθόλωτος — η, ο, Ν αυτός που έχει πολλούς θόλους («πολυθόλωτη εκκλησία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θολωτός (< θόλος), πρβλ. σταυρο θόλωτος] … Dictionary of Greek
νεκρική τέχνη — Το ταφικό μνημείο, έκφραση της ν.τ., ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους (ντολμέν, νουραγικά μνημεία κ.ά.). Τις διάφορες μορφές της ν.τ. κωδικοποίησε ο αιγυπτιακός πολιτισμός από την τρίτη χιλιετία π.Χ., κατασκευάζοντας ταφικά μνημεία, υπόγειους … Dictionary of Greek