1 ἀ-θείαστος
ἀ-θείαστος, nicht von Gott eingegeben, ἐπίνοια Plut. Cor. 33.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀ-θείαστος
2 αθειαστος
(μαντείαι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > αθειαστος
3 ἀθείαστος
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἀθείαστος