-
1 ζηλοτυπος
-
2 ζηλότυπος
ζηλότυποςjealous: masc /fem nom sg -
3 ζηλότυπος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζηλότυπος
-
4 ζηλότυπος
ζηλό-τυπος (von Nacheiferung geschlagen), eifersüchtig -
5 ζηλότυπος
kıskanç, haset -
6 ζηλοτυπώτατα
ζηλότυποςjealous: adverbial superlζηλότυποςjealous: neut nom /voc /acc superl pl -
7 ζηλοτυπώτατον
ζηλότυποςjealous: masc acc superl sgζηλότυποςjealous: neut nom /voc /acc superl sg -
8 ζηλοτύπως
ζηλότυποςjealous: adverbialζηλότυποςjealous: masc /fem acc pl (doric) -
9 ζηλότυπον
ζηλότυποςjealous: masc /fem acc sgζηλότυποςjealous: neut nom /voc /acc sg -
10 ζηλοτυπώτατος
ζηλότυποςjealous: masc nom superl sg -
11 ζηλοτύποις
ζηλότυποςjealous: masc /fem /neut dat pl -
12 ζηλοτύπου
ζηλότυποςjealous: masc /fem /neut gen sg -
13 ζηλοτύπους
ζηλότυποςjealous: masc /fem acc pl -
14 ζηλοτύπων
ζηλότυποςjealous: masc /fem /neut gen pl -
15 ζηλότυπα
ζηλότυποςjealous: neut nom /voc /acc pl -
16 ζηλότυποι
ζηλότυποςjealous: masc /fem nom /voc pl -
17 αζηλοτυπος
-
18 ζηλοτυπικός
η, ό[ν], ζηλότυπος, η, ο [ος, ον ]1) ревнивый (чаще о супругах); 2) завистливый -
19 ζηλοτύπω
-
20 ζηλοτύπῳ
См. также в других словарях:
ζηλότυπος — jealous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλότυπος — η, ο (AM ζηλότυπος, ον) αυτός που διακατέχεται από το πάθος τής ζηλοτυπίας, ο φθονερός, ο ζηλιάρης («σφόδρα ζηλότυπος ό νεανίσκος ἦν», Αριστοφ.) νεοελλ. (για συζύγους) καχύποπτος για τη συζυγική ή την ερωτική πίστη αρχ. 1. αυτός που έχει προθυμία … Dictionary of Greek
ζηλότυπος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που ζηλεύει, φθονεί. 2. αυτός που ανησυχεί για την πίστη της συντρόφου του: Ζηλότυπος εραστής. – Οι συγκλητικοί ζηλότυπα προσέχουν να μην εκλεγεί κανένας ύπατος που δεν ανήκει στην τάξη τους. – Κρατάει ζηλότυπα τον τίτλο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζηλοτυπώτατα — ζηλότυπος jealous adverbial superl ζηλότυπος jealous neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτυπώτατον — ζηλότυπος jealous masc acc superl sg ζηλότυπος jealous neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτύπως — ζηλότυπος jealous adverbial ζηλότυπος jealous masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλότυπον — ζηλότυπος jealous masc/fem acc sg ζηλότυπος jealous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτυπώτατος — ζηλότυπος jealous masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτύποις — ζηλότυπος jealous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτύπου — ζηλότυπος jealous masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλοτύπους — ζηλότυπος jealous masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)