-
1 πηλοεργίη
πηλο-εργίη, ἡ,A v. πηλουργία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πηλοεργίη
-
2 ἀεργίη
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀεργίη
-
3 κακοεργίη
κακο - εργίη ( ϝέργον): ill - doing, Od. 22.374†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κακοεργίη
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий