-
1 Δρυάς
Δρυάς, άδος, ἡ, Baumnymphe, s. nom. pr.
-
2 Δρύας
-
3 Δρυάς
A a Dryad, nymph whose life was bound up with that of her tree, Plu.Caes.9.II a snake, Androm. ap. Gal. 14.33. -
4 Δρύᾶς
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Δρύᾶς
-
5 Δρυάς
Δρυάς, άδος, ἡ, Baumnymphe -
6 Δρυας
I.II.- αντος ὅ Дриант1) предводитель фессалийских лапифов Hom., Hes.2) фракийский царь, отец Ликурга Hom., Soph. -
7 Δρύας
Δρύᾱς, Δρύαςmasc nom sg -
8 δρύας
δρῦςtree: fem acc plδρῦςtree: fem acc pl -
9 ἀ-δρυάς
-
10 Δρυάδα
Δρυάςa Dryad: fem acc sg -
11 Δρυάδας
Δρυάςa Dryad: fem acc pl -
12 Δρυάδες
Δρυάςa Dryad: fem nom /voc pl -
13 Δρυάδι
Δρυάςa Dryad: fem dat sg -
14 Δρυάδος
Δρυάςa Dryad: fem gen sg -
15 Δρυάδων
Δρυάςa Dryad: fem gen pl -
16 Δρυάσιν
Δρυάςa Dryad: fem dat pl -
17 Δρύα
Δρύαςmasc voc sg (epic) -
18 Δρύαν
Δρύαςmasc voc sg -
19 Δρύαντα
Δρύαςmasc acc sg -
20 Δρύαντι
Δρύαςmasc dat sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δρυάς — δρυάς, ο (Μ) δάσος από βαλανιδιές, δρυμός. η (AM δρυάς) (συν. στον πληθ. δρυάδες) νύμφη τών δασών, προστάτιδα τών δέντρων και κυρίως τού δέντρου «δρύς» νεοελλ. αναρριχητικό, θαμνώδες φυτό, με άνθη λευκά και φύλλα πράσινα στο επάνω μέρος και λευκά … Dictionary of Greek
Δρύας — Δρύᾱς , Δρύας masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρυάς η οκτωπέταλος — (dryas octopetala). Επιστημονική ονομασία δικοτυλήδονου φυτού της οικογένειας των ροδιδών. Ευδοκιμεί σε αλπικά ύψη της Ευρώπης, του Καυκάσου, της Σιβηρίας και της Βόρειας Αμερικής. Είναι μικρή ξυλώδης πόα με διακλαδισμένους βλαστούς και στρογγυλά … Dictionary of Greek
δρύας — δρῦς tree fem acc pl δρῦς tree fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δρυάδα — Δρυάς a Dryad fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δρυάδας — Δρυάς a Dryad fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δρυάδες — Δρυάς a Dryad fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δρυάδι — Δρυάς a Dryad fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δρυάδος — Δρυάς a Dryad fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δρυάδων — Δρυάς a Dryad fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δρυάσιν — Δρυάς a Dryad fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)