-
1 εὐ-κατ-όρθωτος
εὐ-κατ-όρθωτος, leicht herzustellen, durchzuführen, Erkl. von εὐήνυτος, Hesych., u. so bei Sp. – Adv., Schol. Ap. Rh. 1, 246.
-
2 εὐ-δι-όρθωτος
εὐ-δι-όρθωτος, leicht wieder gut zu machen, Hippocr.; τῆς εἰς τὰ χρήματα ζημίας εὐδιόρϑωτον ἐχούσης τὴν συμφοράν D. Hal. 10, 42.
-
3 δυς-επ-αν-όρθωτος
δυς-επ-αν-όρθωτος, schwer wieder gut zu machen, Theo progymn. p. 126.
-
4 δυς-κατ-όρθωτος
δυς-κατ-όρθωτος, schwer zurecht zu bringen, zu verbessern, Sp.
-
5 δυς-δι-όρθωτος
δυς-δι-όρθωτος, schwer zu verbessern, Sp.
-
6 ἀ-κατ-όρθωτος
ἀ-κατ-όρθωτος, unverbesserlich, K. S.
-
7 ἀν-επ-αν-όρθωτος
ἀν-επ-αν-όρθωτος, unverbesserlich, Plut. de am. et ad. discr. 1; Iambl. V. P. 22.
-
8 ἀ-δι-όρθωτος
ἀ-δι-όρθωτος, unordentlich, neben ἄτακτα, ἀόριστα Dem. 4, 36; unverbesserlich, Dion. Hal. 6, 20; ἀδιόρϑωτον ἐᾶν, unverbessert lassen, Strab.; bes. von Büchern: unverbessert, Sp., z. B. St. B. v. Γεδρωσία. – Adv., Diod. Sic.
-
9 δυσδιόρθωτος
δυσδι-όρθωτος, ον,A hard to set right, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσδιόρθωτος
-
10 δυσκατόρθωτος
δυσκατ-όρθωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσκατόρθωτος
-
11 εὐδιόρθωτος
εὐδι-όρθωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐδιόρθωτος
-
12 εὐκατόρθωτος
εὐκατ-όρθωτος, ον,A easily effected,πολιορκία D.S.34
/5.2.45;χειρουργία Heliod.
ap. Orib.44.23.23. Adv. - τως Sch.A.R.1.246.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐκατόρθωτος
-
13 ἀδιόρθωτος
ἀδι-όρθωτος, ον,II irremediable,ὁρμή D.S.37.3
;δουλεία App.BC3.90
, cf. D.L.5.66;ἀδιόρθωτα ἀδικεῖν D.H.6.20
. Adv.- τως D.S.29.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδιόρθωτος
-
14 ἀδιόρθωτος
ἀ-δι-όρθωτος, unordentlich, ungeregelt; unverbesserlich; bes. von Büchern: unverbessert -
15 ἀκατόρθωτος
-
16 ἀνεπανόρθωτος
-
17 δυςδιόρθωτος
-
18 δυςεπανόρθωτος
-
19 δυςκατόρθωτος
δυς-κατ-όρθωτος, schwer zurecht zu bringen, zu verbessern -
20 εὐδιόρθωτος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ευεπανόρθωτος — η, ο (Α εὐεπανόρθωτος, ον) αυτός που επανορθώνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επ αν ορθωτος (< επ αν ορθώ), πρβλ. αν επαν όρθωτος] … Dictionary of Greek
Ορθεία — Ὀρθεία και Fορθεία και Fωρθεία και Βωρθεία και Βορθέα και Ὀρθία και Fορθασία και Ὀρθωσία, ἡ (Α) επίθετο τής Αρτέμιδος στη Λακωνία και στην Αρκαδία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το επίθ. ὀρθός και εμφανίζει μεγάλη ποικιλία μορφών. Ο τ. Ὀρθία, που… … Dictionary of Greek
ευκατόρθωτος — η, ο (ΑΜ εὐκατόρθωτος, ον) αυτός που κατορθώνεται, που επιτυγχάνεται εύκολα («εὐκατόρθωτος ἡ πολιορκία», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ ορθωτος (< κατ ορθώ)] … Dictionary of Greek