-
1 εὐ-μεθ-όδευτος
εὐ-μεθ-όδευτος, = Folgdm, Ptolem.
-
2 εὖ-προς-όδευτος
εὖ-προς-όδευτος, von guten Einkünften, Geop.
-
3 δυς-περι-όδευτος
δυς-περι-όδευτος, schwer zu umgehen, unendlich, Schol. Soph. O. R. 1316.
-
4 δυς-όδευτος
δυς-όδευτος, schwer zu passiren, ὄρος App. Syr. 21.
-
5 δυς-δι-όδευτος
δυς-δι-όδευτος, = folgdm, Sp.
-
6 δυς-δι-εξ-όδευτος
δυς-δι-εξ-όδευτος, Sp. = folgdm.
-
7 ἀ-προς-όδευτος
ἀ-προς-όδευτος, unzugänglich, Diod. S.
-
8 ἀ-παρ-όδευτος
ἀ-παρ-όδευτος, unzugänglich, Sp.
-
9 ἀν-όδευτος
ἀν-όδευτος, unwegsam, χεῦμα, vom Meere, Hedyl. bei Strab. 14, 5, 3.
-
10 ἀ-μεθ-όδευτος
ἀ-μεθ-όδευτος, ohne Plan, Herm. Stob. ecl. phys. 1 p. 976.
-
11 ἀ-δι-όδευτος
ἀ-δι-όδευτος, unwegsam, ψάμμος Charit. 7, 3.
-
12 ἀ-δι-εξ-όδευτος
ἀ-δι-εξ-όδευτος, ohne Ausgang, Sp.
-
13 ἀδιεξόδευτος
-
14 ἀδιόδευτος
-
15 ἀμεθόδευτος
-
16 ἀνόδευτος
-
17 ἀπαρόδευτος
-
18 ἀπροςόδευτος
-
19 δυςδιέξδος
-
20 δυςδιεξόδευτος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πολυόδευτος — ον, Α (για τόπο ή δρόμο) αυτός στον οποίο έχουν ταξιδεύσει πολύ, πολυπατημένος, πολυπάτητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + όδευτος (< ὁδεύω «πορεύομαι, βαδίζω»), πρβλ. δυσ όδευτος] … Dictionary of Greek
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek
ευεφόδευτος — εὐεφόδευτος, ον (Α) αυτός που προσεγγίζεται ή κατανοείται εύκολα («εὐεφόδευτος λόγος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + (< εφ οδεύω), πρβλ. αν εφ όδευτος] … Dictionary of Greek