-
1 εἰς-ιτητός
εἰς-ιτητός, zugänglich, Alciphr. 1, 23.
-
2 δυς-εξ-ίτητος
δυς-εξ-ίτητος, = folgdm, VLL.
-
3 δυς-δι-εξ-ίτητος
δυς-δι-εξ-ίτητος, schwer durchzugehen, Synes.
-
4 ἀν-εξ-ίτητος
ἀν-εξ-ίτητος, ohne Ausgang, B. A. 397.
-
5 ἀ-δι-εξ-ίτητος
ἀ-δι-εξ-ίτητος, nicht durchzugehen, nicht auseinander zu setzen, Arist. phys. ausc. 3, 7 u. Sp.
-
6 ἐξ-ιτητός
ἐξ-ιτητός, = Folgdm, οὐδενὶ ἐξιτητόν, Niemand kann ausgehen, Alciphr. 3, 30.
-
7 ἀδιεξίτητος
ἀ-δι-εξ-ίτητος, nicht durchzugehen, nicht auseinander zu setzen -
8 ἀνεξίτητος
-
9 δυςδιεξίτητος
-
10 δυςέξιτος
δυς-έξ-ιτος u. δυς-εξ-ίτητος, wo man schwer herauskommen kann -
11 δυςεξίτητος
δυς-έξ-ιτος u. δυς-εξ-ίτητος, wo man schwer herauskommen kann -
12 εἰςιτητός
-
13 ἐξιτός
Перевод: со всех языков на немецкий
с немецкого на все языки- С немецкого на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий