-
1 αδιασπαστος
2непрерывный, сплошной(τὸ τῆς τάξεως σύστημα Polyb.)
διαγεγενημένος ἀ. Xen. — длившийся непрерывно -
2 δυσδιασπαστος
-
3 ευδιασπαστος
См. также в других словарях:
ευδιάσπαστος — εὐδιάσπαστος, ον (Α) αυτός που διασπάται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διασπαστος (< διασπώ), πρβλ. α διάσπαστος, δυσ διάσπαστος] … Dictionary of Greek