-
1 αδιαπτωτος
21) безошибочный(κατάληψις Sext.)
2) безусловный, неукоснительный(κομιδέ κατὰ τοὺς νόμους Polyb.)
См. также в других словарях:
ευδιάπτωτος — εὐδιάπτωτος, ον (ΑΜ) αυτός που πέφτει σε σφάλμα («ὑφορωμένους τὸ εὐδιάπτωτον», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαπτωτος (< διαπίπτω), πρβλ. α διάπτωτος] … Dictionary of Greek