Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀ-διάγνωστος

См. также в других словарях:

  • διαγνωστός — διαγνωστός, ή, όν (Α) [διαγιγνώσκω] αυτός που μπορεί κανείς να διακρίνει ή να διαγνώσει …   Dictionary of Greek

  • διαγνωστός — to be distinguished masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνωστόν — διαγνωστός to be distinguished masc acc sg διαγνωστός to be distinguished neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνωστή — διαγνωστός to be distinguished fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγνωστήν — διαγνωστός to be distinguished fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυτταροδιαγνωστική — η ιατρ. διαγνωστική μέθοδος που βασίζεται στη μικροσκοπική μελέτη κυττάρων, τα οποία λαμβάνονται από τον οργανισμό με παρακέντηση ή με απόξεση και επιχρίονται σε αντικειμενοφόρο πλάκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»